Labels

Sunday, July 16, 2017

Τι εσείς, τι εγώ, τι ο νόμος; (Σχόλιο πάνω στην Κυριακάτικη ευαγγελική περικοπή (Ματθ. 5,14-19))




Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοὺ μαθηταίς·

Ο Κύριος είπε στους δικούς του μαθητές. Όχι στους μαθητές των άλλων, ούτε σε κείνους που δεν υπήρξαν ποτέ κανενός μαθητές. Στους δικούς του μίλησε, στους δικούς του είπε:

14. ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη·

Εσείς είστε το φως του κόσμου. Δεν είναι ο ήλιος, μήτε το φεγγάρι, δεν ειναι τα άστρα του ουρανού. Δεν είναι οι σοφοί, ούτε είναι οι φιλόσοφοι κι οι ρήτορες. Το φως του κόσμου είστε εσείς. Οι ψαράδες οι άσημοι, οι μαθητές οι δικοί μου.
Μια πόλη στην κορφή του βουνού δεν μπορεί να μείνει αόρατη. Αθέατη δεν μπορεί να μείνει. Θα τη δούνε όλοι, είτε το όνομά της γνωρίζουν είτε όχι. Θα την ατενίσουν απ’ τους πρόποδες, από το δρόμο, από κορφή άλλου όρους, από πόλεις μακρινές. Τις νύχτες θα λάμπουν σαν αστέρια μακρινά τα φώτα της. Τις μέρες θα τη δείχνουν με το δάχτυλο ως περιπόθητο προορισμό. Θα ονειρεύονται όλοι να την πλησιάσουν. Να γνωρίσουν κάθε της γωνιά. Να γίνουν κάτοικοί της μόνιμοι για να αγναντεύουνε τον κόσμο από ψηλά και να ψηλαφούνε με υψωμένα δάχττυλα το γαλάζιο τρούλο της. Να παραμείνουν όλη τους τη ζωή εκεί για να γίνεται κάθε στιγμή τους πρότυπο και παράδειγμα σε κείνους που ζουν για να ανεβαίνουν σε κορφές απάτητες. Εσείς, μαθητές μου, είστε οι απάτητες κορφές κι οι πόλεις που πάνω τους χτίστηκαν και όλοι με θαυμασμό θα αντικρίζουν και θα νοσταλγούν.
  
15. οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.

Μια πόλη στην κορυφή ενός όρους δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητη, αλλά σαν ήλιος φωτίζει την πλάση, όπως ένα λυχνάρι που δεν θα το βάλουμε ποτέ κάτω από το κομοδίνο ή το χαμηλό κρεβάτι, αλλά πάνω στη λυχνία του για να φέγγει το σπίτι. Γιατί ο κόσμος αυτός ειναι σπίτι μας, κι εσείς, μαθητές μου, που σας διάλεξα και με διαλέξατε, φως σε αυτόν τον κόσμο είστε. Στον κόσμο που σέρνεται μέσα στις σκιές, που σκύβει δουλοπρεπώς το κεφάλι και που απολαμβάνει τα σκοτάδια του όσο κι ένας εκ γενετής στη φυλακή φυλακισμένος τα δεσμά του. Σαν τον λύχνο, αυτόν τον κόσμο θα φωτίσετε, σαν απαστράπτουσα πόλη στην κορυφή αυτών των σκοτεινών βουνών θα υψωθήτε, όπως οι έλαφοι των αρετών σε αντίθεση με τους λαγούς που καταφεύγουν στων παθών τα σκοτεινά λαγούμια.

16. οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Έτσι το φως σας θα λάμψει στα μάτια των ανθρώπων, ώστε βλέποντας τα καλά σας έργα που θα ‘ναι καμωμένα από φως σαν αυτό που κάνει τα πρόσωπά σας να λάμπουν, να δοξάσουν όλοι τον Ουράνιο Πατέρα τους, πηγή και γονιμοποιό δύναμη κάθε καλού. Αν δεν δοξάσουν Εκείνον μα δοξάσουν εσάς, τότε τα καλά έργα σας, μάλλον δεν ήταν τόσο καλά όσο νομίσατε.

17. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.

Μη θαρρείτε πως ήρθα να καταργήσω τον Νόμο ή τους προφήτες. Πώς να καταργήσει τον νόμο ο Νομοθέτης του; Πώς να σβήσει το παρελθόν ο Χρονοποιός του; Πώς να διαγράψει τους προφήτες ο Εμπνευστής τους;
Να συμπληρώσω όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζετε, ήρθα. Να σφραγίσω τα γραμμένα με τη βασιλική μου σφραγίδα,  το βουλοκέρι που θα χύσω του αίματος. Γιατί πάλιωσε τόσο αβάσταχτα το παρελθόν και μαζί του ο νόμος, που έγινε ό,τι κι ένα ποίημα παλιό που αποστηθίσατε παιδιά και το επαναλάμβανετε άνοστα, ανούσια, μηχανικά, μόνον και μόνον γιατί σας θυμίζει λίγο την παιδική σας ηλικία ή τον γέρο δάσκαλο που κάποτε σας επέβαλε να το μάθετε απέξω. Ήρθα να συνεχίσω το ποίημα εκείνο το παλιό που σήμερα δε μιλάει πλέον στις καρδιές σας, δε  διεγείρει τα σπλάχνα σας πια, δεν αφυπνίζει την υπνωτισμένη σας μνήμη κι έτσι η ζωή σας κατάντησε μια νεκρή σαβανωμένη και ξέπνοη. Ναι, για κείνο το πρώτο σας ποίημα ήρθα. Να του δώσω πνοή απ’ την πνοή μου και αίμα απ’ το αίμα μου. Να το ακούσει ξανά η καρδιά σας που έπαψε να σκιρτά όταν το προφέρουν τα χείλη σας άψυχα. Γι’ αυτό σας ξενίζουν οι λέξεις μου και τα μάτια σας έκπληκτα με θωρούν. Το παλιό ποίημα που σας απαγγέλω ξανά στο παρόν, αποκτά απ’ την αρχή  το ξεχασμένο του νόημα, φέρνει σεισμό στο ράθυμο παρόν σας και το ξυπνά από τη νάρκη της στείρας αποστήθισης. Για να ζήσετε στο παρόν ολόκληροι, ήρθα. Ανέλαβα την ανθρώπινη ύπαρξη για να αναλάβετε μαζί μου από την αρχή τον εαυτό σας, της ύπαρξής σας το ποίημα. 

18. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.

Σας το λέω πως έτσι θα γίνει. Ως να παρέλθουν ο ουρανός και η γη και όσοι αιώνες κι αν παρέλθουν μαζί τους, μέχρι όλα όσα σήμερα βλέπετε χαθούνε και σβήσουν, ούτε ένα γιώτα, μα ούτε και κεραία θα χαθούν από κείνο το ποίημα του Νόμου. Είναι ο νόμος που μιας διά παντός όρισε την αιώνια ύπαρξη, ώσπου όλα όσα περιέχει μπροστά σας να δείτε, όχι σαν λέξεις, μα ως γεγονός αιώνιας ύπαρξης φωτός αδιάπτωτου.

19. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν·
ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

Όχι μόνο δεν ήρθα να καταργήσω τον Νόμο, αλλά ήρθα και για να σας πω, πως όποιος από τους κήρυκές του καταργήσει έστω και μία από τις ελάχιστες εντολές του κι ύστερα τον διδάξει παραλείποντας την στους ανθρώπους, θα είναι ελάχιστος και ο ίδιος στην βασιλεία των ουρανών. Ελάχιστος, απρόσωπος, ανώνυμος, ουτιδανός και μόνος. Όποιος όμως αφού πρώτα τηρήσει όλες τις εντολές του νόμου και τις κάνει πράξη, ύστερα τις διδάξει με τον βίο, τον λόγο ή τα έργα του, αυτός θα ανακηρυχθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών. Με πρόσωπο, με όνομα, με φως μέσα στο φως αγάπης ατελεύτητης.

No comments:

Post a Comment

Σχόλια