Labels

Sunday, February 5, 2017

Ποιος είμαι εγώ, ποιος είσαι εσύ, ποιος ο Θεός μας; Σκέψεις πάνω στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου


Και οι δύο πίστευαν στον Θεό. Και οι δύο πήγαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος, τελώνης ο άλλος. Με κεφαλαίο αρχικό ο ένας, με μικρό ο άλλος. Στον μέσον του ναού στέκεται ο πρώτος. Παράμερα ο δεύτερος.
Αυτός που στέκεται στο μέσον του ναού, στο κέντρο του κόσμου, λέει λόγια πολλά που μοιάζουνε με προσευχή μα προσευχή δεν είναι. Η προσευχή απευθύνεται προς τον Θεό, ενώ τα λόγια του Φαρισαίου δεν απευθύνονται σε κανέναν έξω από τον εαυτό του.
Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, λέει, που δεν ειμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή σαν αυτόν τον τελώνη. Δεν λέει, σ' ευχαριστώ Θεέ μου που δεν μ' έκανες σαν αυτούς, αλλά που δεν είμαι σαν αυτούς. Αυτό που θεωρεί πως είναι, δεν το αποδίδει, λοιπόν, στον Θεό, αλλά στον εαυτό του. Είναι σχεδόν τραγελαφικό το γεγονός ότι η δήθεν ευχαριστία του προς τον Θεό είναι ένα πρόσχημα στα μάτια των άλλων που διόλου ο ίδιος δεν εκτιμά, αλλά παρόλα αυτά ζητά τον θαυμασμό και την εύνοιά τους. Γι' αυτό στέκεται στο μέσον του ναού και φωνάζει για να τον ακούσουν αυτοί και όχι ο Θεός. Ο Φαρισαίος καταρχάς,   χρησιμοποιεί τον Θεό για να κατοχυρώσει το κύρος που διαθέτει. Τον υποτιμά καθώς θα έπρεπε να γνωρίζει πως ο Θεός ξέρει τι έιναι το πλάσμα που ο Ίδιος έπλασε και δεν έχει ανάγκη να του πει το πλάσμα Του τι είναι. Άρα ο Φαρισαίος ουδεμία εκτίμηση έχει στο πρόσωπο του Θεού. Ακολούθως χρησιμοποιεί τους άλλους ανθρώπους για να νιώσει ανώτερος.  Από το μέγα πλήθος επιλέγει τους χειρότερους, οι οποίοι αναμφίβολα υπάρχουν. Είναι, λοιπόν, καλύτερος ο ίδιος από τους χειρότερους. Δε συγκρίνει τον εαυτό του ούτε με τους καλύτερους που επίσης αναμφίβολα υπάρχουν ούτε βέβαια με τον τέλειο Θεό. Αυτή η λανθασμένη σύγκριση είναι που δομεί την ανόητη υπερηφάνεια. Στο τέλος της ανάξιας ακολουθίας των μοιχών, των αδίκων και των άρπαγων, τοποθετεί επωνύμως τον τελώνη. Πέφτει στο τρίτο ατόπημα να θεωρεί πως γνωρίζει τι είναι ο άλλος άνθρωπος κρίνοντάς τον επιφανειακά. Τέλος ζητά να αποδείξει σε όλους την ανωωτερότητά του που συνίσταται αποκλειστικά στην ηθική τήρηση του νόμου. Βεβαίως είναι καλός ως νόμος, αλλά δεν είναι απ' ότι φαίνεται και αρκετός. Εγώ νηστεύω, λέει, δυο φορές την εβδομάδα, και δίνω στον ναό το ένα δέκατο από τα εισοδήματά μου. Δηλαδή, και εγκρατής είμαι και ελεήμων και τηρητής του νόμου. Μπράβο μου! Με άλλα λόγια, είμαι Θεέ μου, όλα όσα θέλει ο νόμος Σου, άρα δε Σε χρειάζομαι. Μου είσαι περιττός και Εσύ και οι άλλοι που δεν είναι σαν κι εμένα. Στο κέντρο του κόσμου ο εγωκεντρικός άνθρωπος τοποθετεί στο ψηλότερο βάθρο τον εαυτό του και απομονωμένος από όλους μοιάζει να χαίρεται. Μοιάζει να ευχαριστεί. Μοιάζει να μην έχει ανάγκη κανέναν. Το οικοδόμημά του είναι σαθρό ακριβώς όσο και μια ψευδαίσθηση. Ο Φαρισαίος είναι εγκλωβισμένος στον αυτισμό του, στο φαντασιακό του είναι που το έχει αναγάγει σε θεό. Θα γκρεμισθεί όπως ο Εωσφόρος. Μόνος του έχτισε το βάθρο του, μόνος του γκρεμίζεται. Η υπερηφάνεια του είναι άτοπη, ανόητη, ανεδαφική. Διότι ούτε τον Θεό αναγνωρίζει, ούτε τον συνάνθρωπο, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Φαρισαίος γκρεμίζεται διότι κατά έναν παράδοξο τρόπο, ακόμη και τα πάθη, όπως η υπερηφάνεια, αποζητούν έδαφος να σταθούν. Γκρεμιζόμενα καθώς συντρίβονται πατούν στη γη. Δεν εξαφανίζονται, γίνονται σκόνη που αναπαύεται στο χώμα. Αν θελήσεις να τα ζωντανέψεις πάλι, μπορείς να ξαναχτίσεις μ' αυτά το σαθρό σου βάθρο.

Αντίθετα ο Τελώνης στεκόταν πίσω, παράμερα, και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Στην άκρη του ναού, στην άκρη του κόσμου, στα βάθη της ψυχής του που το χάος της βλέπει και τρομάζει, βρίσκεται ο τελώνης. Μακριά από τα βλέμματα των άλλων, μακριά και από τα βάθρα που συχνά οι άλλοι στήνουν για καποιον. Δε συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, ούτε βέβαια με τον Φαρισαίο. Κλείνει τα μάτια προς τους άλλους, κλείνει τα αφτιά στις φωνασκίες του Φαρισαίου. Όλες του οι αισθήσεις βρίσκονται συγκεντρωμένες στο κέντρο της καριδάς του. Τι τον νοιάζουν οι άλλοι; Αυτός βλέπει τα χάλια του και του είναι αρκετά. Μέτρο σύγκρισης έχει μόνον τον Τέλειο Θεό. Ο τελώνης ξέρει τι είναι ο Θεός από κτίσεως κόσμου και τι ο άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος που είναι σαν κι αυτόν. Αυτός που είναι σαν όλους τους ανθρώπους κι ακόμα χειρότερος. Μόνο έλεος μπορεί να ζητήσει. Μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δίχως να πει τη λέξη ¨ευχαριστώ¨, στην πραγματικότητα η προσευχή του είναι απολύτως ευχαριστηριακή, όντας παρακλητική. Δεν παρακαλάς αυτόν που δεν αναγνωρίζεις ως δυνατότερο, αξιότερο, ικανότερο από εσένα. Χτυπά το στήθος του όπως χτυπούμε μια πόρτα να ανοίξει. Για να σπάσει αν είναι κλειδωμένη. Να μπει επιτέλους μέσα της το φως. Ο περιπόθητος Ξένος. Τα πάθη κλείδωσαν την πόρτα κι έχουμε χάσει το κλειδί. Και δεν είναι κλειδί η τήρηση του νόμου. Δεν είναι κλειδί αυτό που κάνουμε, όσο καλό κι αν είναι. Ο τλεώνης ίσως νηστεύει περισσότερο και από τον Φαρισαίο ή και καθόλου. Ίσως δίνει μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του στον ναό ή και τίποτα. Δεν ξέρουμε. Δεν μας επιτρέπεται να ξέρουμε. Δεν έχει νόημα να ξέρουμε. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι πως του ίδιου δεν του φτάνει ό,τι κάνει κι ό,τι είναι, γιατί τίποτα δεν είανι αρκετό μπροστά σε έναν τέλειο Θεό που δίνει άπειρα δώρα σε όλους. Το κλειδί της καρδιάς μας δεν είναι στο χέρι μας. Είναι στα χέρια του Θεού. και η ταπείνωση είναι η ανοιχτή κλειδωνιά που ποθεί το κλειδί της. Όσο η υπερηφάνεια βουλώνει την κλειδωνιά, τόσο η ταπείνωση την ελευθερώνει. Το κενό είναι αυτό που επιτρέπει στον Θεό να εισχωρήσει. Το  ελλειπές, το ασθενές, το μειονοτικό, το ανήμπορο Τού δίνει χώρο. Η ταπείνωση μοιάζει να μην είανι τίποτα περισσότερο από την ρεαλιστική επίγνωση της ανημπόριας μας. 

Όσο ο τελώνης δεν μπορεί, τόσο μπορεί γι' αυτόν ο Θεός. Όσο ο Φαρισαίος μπορεί, τόσο δεν επιτρέπει στον Θεό να μπορέσει. Για να μπορέσει ο Θεός -που πάντα μπορεί τα πάντα- πρέπει εμείς να του επιτρέψουμε να μπορέσει. Αν δεν του το επιτρέψουμε, ποτέ δε θα μπορέσει. Ο ταπεινός, έλεγε ο άγιος Πορφύριος, δεν πέφτει γιατί είναι χαμηλά. Πώς να πέσεις όταν είσαι ήδη χαμηλά; Πέφτεις αν είσαι ψηλά. Γι' αυτό και ο Χριστός μας βεβαιώνει στο τέλος της παραβολής πως έφυγε για το σπίτι του συμφιλιωμένος με τον Θεό ο τελώνης. Αυτού την προσευχή άκουσε ο Θεός. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί. Και δε μας λέει τίποτα για τον Φαρισαίο. Ο Φαρισαίος είναι ακόμα στο δρόμο... Δεν έφτασε σπίτι του ακόμα γιατί η αλήθεια είναι πως ακόμα δεν μπορεί να το βρει...




Η φωτογραφία είναι του Ιωάννη Φρουδαράκη από το μπλογκ του: 


No comments:

Post a Comment

Σχόλια