Labels

Thursday, September 28, 2017

Τραγούδι του Αγίου Χαρίτωνα


Του Ικονίου ήτανε ο όσιος βλστάρι
κι ήταν λεπτός και ευγενής σαν το ξανθό το στάρι
Τρίτο αιώνα έζησε, τόσο ευλογημένος
Χαρίτων, χαριτόβρυτος και τρισχαριτωμένος
Κήρυττε σ' όλους τον Χριστό κι ας οι διωγμοί ξεσπούσαν
του Αυρηλλιανού, κι εκεί πόσοι δε μαρτυρούσαν
Τον φώναξε ο διοικητής: "Αυτό μη μου το κάνεις,
του λέει, τη θρησκεία μας στο στόμα σου μην βάνεις
Αρχαία είν' τα είδωλα κι η πίστη των προγόνων
παίρνεις ανθρώπους στο λαιμό δικών τους απογώνων
Πάψε, λοιπον, το κήρυγμα της νέας σου θρησκείας
και κάνε κάποια πράγματα άλλης σου αρεσκείας"
"Εγώ ν' αλλάξω, δεν μπορώ. Θα ευχόμουνα ν' αλλάξεις
εσύ και η παρέα σου, διοικητά της τάξης"
Οργίστηκε ο άρχοντας, σκληρά τον βασανίζει
Με σιδερένιους όνυχες τη σάρκα του ξεσχίζει
δαυλούς ανάβει, βάναυσα το σώμα του φλογίζει
και τον οσιομάρτυρα στο τέλος φυλακίζει
(Αγιασμένες φυλακές, πόσους φιλοξενήσαν
αγίους, αδικούμενους που ούτε προξενήσαν 
κάτι κακό οι ταπεινοί και ταλαιπωρημένοι
Μέχρι και τον Χριστό σ' αυτές ανάγκασαν να μένει) 
Περνούνε και παρέρχονται ακάθεκτοι οι χρόνοι
κι ο Αυρηλιανός, λοιπόν, πεθαίνει εις την Ρώμη
Αφήνουν τον Χαρίτωνα ελεύθερο να πάει
στους Άγιους Τόπους που ποθεί να δει όσα πατάει 
το πόδι του Κυρίου του σαν ήρθε μες στην πλάση
Στον δρόμο,  τού ορμούν ληστές, δεν πρόλαβε να φτάσει
εκεί που πόθαγε η ψυχή. Τον πάνε στη σπηλιά τους
Σε μία άκρη τον πετούν, λεφτά ζητούν, μα αλιά τους,
πού να τα βρει ο δύστυχος. Ένας ο θησαυρός του
κι αυτός ήταν πνευματικός, ο Κύρης και Θεός του
Μια μέρα πάνε στη δουλειά κι αφήνουν σε δοχείο
κρασί να πιούνε ύστερα, μα ζωντανό στοιχείο,
μία οχιά φαρμακερή, θα χύσει το φαρμάκι
μέσα στο κιούπι κι ύστερα σαν πιουν στο ποτηράκι
όλο τους το παλιό κρασί, όλοι τους θα πεθάνουν
Την ίδια ώρα τα δεσμά άγγελοι θα τα κάνουν
να σωριαστούν στα χώματα. Ο όσιος γονατίζει
με πόνο και με δάκρυα για τιους ληστές ψελλίζει
την προσευχή του τη θερμή, για να τους συγχωρέσει
ο Κύριος, και στην χαρά κι αυτούς να τους χωρέσει
Μια φώτιση τού έρχεται τευθύς μόλις τελειώνει
την προσευχή, και τη σπηλιά έτσι μεταμορφώνει
Μια εκκλησιά την έκανε κι έθαψε τους ληστές του 
Τι τυχεροί που στάθηκαν να γίνουν κτήτορές του 
Έτσι εργάζεται ο Θεός. Όλων τη σωτηρία
ποθεί μ' αγάπη περισσή, τους σώζει απ' τα θηρία
Με τον καιρό προσέρχονται πλήθη πολλά να γίνουν
καλόγεροι που στη σπηλιά-μονή θα παραμείνουν
Ερωδιοί και εραστές Κυρίου που δοξάζουν
ακοίμητοι τον Πλάστη τους κι όσο αυτοί μονάζουν
το μοναστήρι της σπηλιάς γίνεται μία Λαύρα 
μεγάλη πια όπου φυσά του Ιησού η αύρα
Ο άγιος θαυματουργεί, νερό 'πό πέτρα βγάζει
που τρέχει έως σήμερα κι όλους τους αγιάζει
Σε βαθύ γήρας έφθασε μέχρι να 'ρθει η μέρα
που έφυγε απ' τη ζωή και πήγε στον Πατέρα
Στης Καλοσύνης το θρονί σιμά, τώρα πρεσβεύει
όλες τις αστοχίες μας, Εκείνος να γιατρεύει



Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 

No comments:

Post a Comment

Σχόλια