Labels

Thursday, July 21, 2016

Τραγούδι του Προφήτη Ηλία



Από τη Θέσβη έλκυε  το γένος ο προφήτης,
εξ ου και το επίθετο απέκτησε, Θεσβίτης
Απ' τη φυλή του Ααρών και τον Σωβάκ πατέρα
στον ένατο, γεννήθηκε, αιώνα, μία μέρα
στη Γαλαάδ που βρίσκονταν στη Μεσοποταμία. 
Σαν ο Σωβάκ στον ύπνο του βλέπει μια οπτασία: 
Δυο άντρες μέσα στα λευκά, νιογέννητο ταϊζουν
με φλόγα, και σε σπάργανα φωτιάς όπου ορίζουν,
το σώμα σπαραγανώνουνε, γυρεύει ο πατέρας 
τη λύση του οράματος κάπως να φέρει εις πέρας.
Αναζητά τους ιερείς να πουν για το παιδί του,
και στα Ιεροσόλυμα, του λένε, τη φυλή του,
ο γιος του που θα γεννηθεί θα κρίνει με μαχαίρι
δίκοπο, μα και με φωτιά που θα κρατά στο χέρι
Και εικοσπέντε συναπτά έτη, ακολουθούνε
που ο προφήτης επί γης μιλά σ' αυτούς που ζούνε
Με προφητειές πάμπολλες κι έτσι τους συμβουλεύει.
Το ζεύγος το βασιλικό που τότε βασιλεύει,
ο Αχαάβ ο βασιλιάς και η βασίλισσά του,
η Ιεζάβελ, δέχονται τα φλογερά πυρά του
Δεν ήτανε του Ισραήλ το γένος της αφέντρας
και τον Ηλία έβαλε στο στόχο της βουκέντρας
Τον κυνηγούσε, καθώς λεν, όπως Ηρωιδάδα
τον Τίμιο τον Πρόδρομο, σε κάθε πεδιάδα
Αφού την πίστη νόθευε με έθιμα δικά της
που 'ταν ειδωλολατρικά, αυτός την αφεντιά της,
με θάρρος καυτηρίαζε κι αυτή λυσσομανούσε
και τον προφήτη άγρια παντού τον κυνηγούσε
Κρύβεται τότε σε σπηλιά κι απ' το Θεό ζητάει
να πάψουν όλες οι βροχές. Αυτό παρακαλάει.
Τρισήμιση χρόνια περνούν, δε βρέχει ούτε στάλα
Νερό πίνει απ' το χείμαρρο ο ίδιος, και για τ' άλλα
ένα κοράκι φρόντιζε. Σαν το νερό στερεύει
στης Σιδωνίας, Σάρεπτα, την πόλη,  καταφεύγει
κατόπιν Θείας εντολής. Μια χήρα τον προσμένει
Μήτε τ' αλεύρι σώνεται, μήτ' από λάδι μένει
κι ας ήταν όλα λιγοστά μέσα στο φτωχικό της
Μα σώνεται ο γιόκας της και το μονάκριβό της
από ασθένεια βαριά που τη ζωή του παίρνει.
Εκείνος, σαν προσευχηθεί, πίσω τον ξαναφέρνει.
Μετά απ' την ανάσταση συμβαίνει κάτι ακόμα
Ο βασιλέας προσκαλεί να χτίσουνε στο χώμα
ένα θυσιαστήριο, και ιερείς φωνάζει
στον Βάαλ να ευχηθούν, όπως τον διατάζει,
η Ιεζάβελ μυστικά. Ήρθανε τετρακόσιοι
και όλοι τους προσεύχονταν να πέσει να πλακώσει
το σφάγιο που βάλανε, φωτιά,  απ' τους θεούς τους
Όλη μέρα φωνάζουνε. Τους αναστεναγμούς τους
ψευτοθεοί δεν άκουσαν. "Κάντε στην άκρη τώρα",
τους λέει τότε ο Άη Λιας. "Ήρθε πλέον η ώρα
του μόνου Τρισυπόστατου την δύναμη να δείτε
Τα ξύλα να βουτήξετε μες στο νερό και πάλι
να το επαναλάβετε για τρεις φορές. Οι άλλοι
το κάναν και του τα 'φεραν και φτιάχνει το δικό του
θυσιαστήριο γ ίαυτόν μονάχα το Θεό του.
Αφού βάζει το σφάγιο, προσεύχεται κι ανοίγουν
οι ουρανοί, και με φωτιά μεγάλη το τυλίγουν
Στ' αποκαϊδια του μπροστά,  ένας λαός θυμώνει
Τους τετρακόσιους ψεύτικους τους ιερείς, ζυγώνει
και στον προφήτη με σειρά όλους τους παραδίνει
για τιμωρία αυστηρή που παρευθύς τους δίνει.
Η Ιεζάβελ θύμωσε. Πάλι τον κατατρέχει
κι εκείνος τότε στο Χωρήβ του Μωϋσή προστρέχει
Εκεί που άκουσε φωνή Θεού κι είδε τη βάτο
να μην την καίει η φωτιά που άρπαξε από κάτω
Θα μείνει σ' ένα σπήλαιο κι εκεί θα του διδάξει
κάτι καινούργιο ο Θεός για να τον προφυλάξει
Ανέβα πάνω στην κορφή, λέει, να με κοιτάξεις.
Σεισμό, αέρα και φωτιά θα δεις και θα τρομάξεις
Θα δεις και άύρα απαλή. Σ' αυτήν θα με ζητήσεις
Μόνο εκεί θα βρίσκομαι όταν θα με ποθήσεις
Τη μυλωτή του στα νερά του ποταμού πετάει
τον Ιορδάνη, πάνω της πατώντας, τον περνάει
Περνούν οι χρόνοι κι οι καιροί, κι αντί για να πεθάνει,
στους ουρανούς ο Κύριος αυτόν αναλαμβάνει
Και σαν φωτιά υψώνεται στα πύρινα άλογά του
που σέρνουν άρμα από φωτιά και τρέχουνε μπροστά του
Μακάριοι τον είδανε, και οι κεκοσμημένοι
εν αγαπήσει, χαίρονται. Κοντά τους παραμένει. 















No comments:

Post a Comment

Σχόλια