Labels

Monday, October 26, 2015

Τραγούδι του άη Δημήτρη



Δημήτριος σημαίνει ανθός, σημαίνει κυπαρίσσι,
πίστη που σειει τα βουνά στου Κύριου τη ρήση.
Της Σαλονικης καύχημα, της χώρας μας καμάρι,
σηκώνει όλους τους καημούς και όλα μας τα βάρη
και τα πηγαίνει στο Θεό για να μας ξαλαφρώσει,
να ανασάνουμε οι φτωχοί κι ο πόνος να μερώσει.
Ήτανε στρατιωτικός, σοφός μα και ωραίος
και πάνω απ' όλα χριστιανός που ένιωθε το χρέος
το χάρισμα που του 'δωσε ο Πλάστης, να αποδώσει
πίσω, τριπλό και τετραπλό ως να το ξεχρεώσει.
Κήρυττε μέσα στο λουτρό, στον πόλεμο ήταν πρώτος,
η καλοσύνη του άστραφτε, τα λόγια του σαν κρότος
δονούσαν τις κλειστές καρδιές και τις ανανταριάζαν
κι όλες τους ξεκλειδώνονταν και προς το Φως κοιτάζαν.
Τον μίσησε ο μισόκαλος κι έβαλε συκοφάντες
να πουν στον Μαξιμιανό να μην ακούει τους πάντες
που λέγανε παινέματα κι επαίνους για τις χάρες
του νέου που διόρισε διοικητή στους χάρτες
της Θεσσαλίας της τρανής και της Μακεδονίας
γιατί 'ναι, είπαν, οπαδός εκείνης της θρησκείας
που δεν γνωρίζει για θεούς τον Δία και τον Κρόνο
παρ' έχει έναν μοναχά Θεό κι αυτόν λατρεύει μόνο.
Οργίζεται ο βασιλιάς, κι αμέσως τους προστάζει
να φέρουν τον Δημήτριο κι αρχίζει να του τάζει
πλούτη και δόξα και τιμές για ν' αλλαξοπιστήσει.
Μα ο Δημήτρης θαρρετά του λέει να σταματήσει.
"Δεν τον αλλάζω τον Χριστό, ό,τι και να μου δώσεις
όσα μου λες δεν πιάνουνε μία σ' όλες τις δόσεις
φωτός, χαράς, παρηγοριάς κι αγάπης του Θεού μου
που στην καρδιά μου κατοικεί, Άρχοντας του ναού μου!"
"Στις φυλακές, στα κάτεργα και μέσα στα μπουντρούμια
κλείστε τον, φύλακες, εμπρός, μέχρι να γίνει μούμια.
Ύστερα για το πένταθλο ν' αρχίσουν οι αγώνες!
Θέλω το αίμα να κυλά ποτάμι στους αιώνες!  
Πού 'ναι ο Λυαίος; Φέρτε τον κι αμέσως ξεκινήστε
τους χριστιανούς τους άπιστους στα δόντια του να ρίξτε!" 
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, οι φύλακες ιδρώνουν, 
κι αν άλλοι μένουν απαθείς, άλλοι το μετανιώνουν.
Αρκούδα γιγαντόσωμη τους μοιάζει ο Λυαίος
μα κάποιος στέκει απέναντι. Ποιος είναι αυτός ο νέος;
Σηκώνεται ο βασιλιάς, τον ζώνουνε τα πάθια.
"Πού πας παλικαράκι μου, γυμνός μέσα στ' αγκάθια;
Τη μάνα σου τη ρώτησες; Στον κύρη σου το είπες;
Βλαστάρι είκοσι χρονών,  στης γης να μπεις τις τρύπες;"
" Στο όνομα κείνου του Θεού, που 'ναι του Δημητρίου,
ήρθα να πάρω τη ζωή ετούτου του θηρίου" 
Τον λόγο δεν απόσωσε και το σπαθί του χώνει
μες στου Λυαίου την καρδιά κι ο Νέστωρ  τον σκοτώνει.
Ο βασιλιάς οργίζεται, "Πάρτε του το κεφάλι", 
προστάζει έντρομος, γιατί, θ' ακολουθήσουν κι άλλοι...
Κι αν γίνουν όλοι χριστιανοί και μείνει μοναχός του
γι' αυτόν θα 'ρθει ο θάνατος, ακούγεται ο αχός του.
"Σκοτώστε τον Δημήτριο", ουρλιάζει λυσσασμένος
"με λόγχη ή και με σπαθί να σβήσει ο χαμένος".
Κόκκινο αίμα άγιο κυλά και κάποιος μπαίνει
ποτίζει το μαντίλι του κι αμέσως ξαναβγαίνει
Τρέχει σε αρρώστους και νεκρους κι όλους καλά τους κάνει!
Είναι ο Λούπος που γι' αυτό που κάνει θα πεθάνει.
Άγγελοι κατεβαίνουνε και στέφανα μοιράζουν.
Πανηγυρίζει ο ουρανός, τα σύμπαντα γιορτάζουν!
Ο Λούπος και ο Νέστορας, σαν μαθητές, πηγαίνουν
πίσω από τον δάσκαλο κι οι άγγελοι τους ρένουν!
Η Σαλονίκη τους κοιτά και σύσσωμη φωνάζει:
"Δημήτριε την πόλη σου σκέπαζε και σου ταζει
να σ' έχει πάντα οδηγό και φύλακα στρατιώτη
και πολιούχο ζηλευτό σε ομορφιά και νιότη!"













2 comments:

  1. Πολύ καλό! Δικό σου, Βασιλική;

    ReplyDelete
    Replies
    1. ... Ε, όταν δεν αναφέρεται άλλο όνομα, εννοείται...
      Χρόνια πολλλά!

      Delete

Σχόλια