Labels

Monday, September 7, 2015

Το σχόλιο της Δευτέρας: Παζάρι στη Μεδίνα της Τύνιδας - Καλή βδομάδα!



Τόσα είχα ακούσει που ήθελα οπωσδήποτε να πάω. Να το δω από κοντά. Να το μυρίσω, να το ψηλαφήσω, να το περπατήσω. Να ζησω το παζάρι της Μεδίνας της Τύνιδας. Όλοι οι μουσικοί είχαν πρόβα για τη συναυλία που θα γινόταν σε τρεις μέρες στο φεστιβάλ της Καρθαγένης. Να πάρω ταξί από το ξενοδοχείο μόνη μου και μάλιστα χωρίς να μιλώ γρι γαλλικά, ήταν και δύσκολο και ριψοκινδυνο. Η μόνη μου ελπίδα ήταν να μην έχει δουλειά ο ηχολήπτης του “Εν Χορδαίς”, σεμνό και συνεσταλμένο παλικάρι που με είχε συνοδέψει και στο παζάρι της Φες του Μαρόκου. Το ήθελα τόσο που έγινε. Ξεκινήσαμε με τον Λεωνίδα και για καλή μας τύχη, ο ταξιτζής κάτι κουτσά στραβά αγγλικά τα μιλούσε. 

Μας άφησε μπροστά σε μια από τις πύλες της αγοράς, την περάσαμε και χωθήκαμε στα στενά σκοτεινά της δρομάκια. Περπατούσαμε στην τύχη, στρίβαμε όπου μας έρχονταν, το μάτι στριμωχνόταν σε μικρά εξαθλιωμένα μαγαζάκια που πουλούσαν φτηνιάρικα παιδικά παιχνίδια, ρούχα του κιλού, νάυλον υφάσματα, ραφεία που χωρούσαν  ένα ράφτη κι έναν πελάτη, κρεοπωλεια που τα αίματα έσταζαν από τους πάγκους. Βαριές μυρωδιες, σπασμένο πλακόστρωτο, βρωμιά, ανέχεια, θόρυβος, χρώματα, ζωή. Μετά από ώρα φτάσαμε σε μια έξοδο και βρεθήκαμε μπροστά σε μια απέραντη Λαϊκή ρούχων όπου μιλιούνια γυναίκες ψώνιζαν κελεμπίες και μαντίλες της συμφοράς. Πάμε πάλι προς τα πάνω, λέω στον Λεωνίδα, από άλλο δρομο. Δεν μπορει κάτι ωραίο θα υπάρχει, πρέπει να το ανακαλυψουμε. Θα πρέπει να ρωτήσουμε. Σ' αυτά τα μέρη πρέπει να ρωτάς. Οι ομορφιες ειναι καλά κρυμμένες και τις ξερουν μονο οι ντοπιοι. Ανηφορίζουμε. Σ' ένα μικρό μαγαζάκι με κοινότυπα κοσμήματα βρίσκω ένα ενδιαφέρον  κολιε από κόκκαλο  καμήλας. Εσύ πρέπει να είσαι καλλιτέχνης, συμπεραίνει απ’ την εκλογή μου  ο ηληκιωμένος πωλητής. Διάλεξες το καλύτερο. Ας πούμε πως είμαι, του λέω και αρχίζω το παζάρι,  κυρίως για να δω αν είμαι σε καλή φόρμα. Από εκατό δηνάρια, το κατεβαζω στα σαράντα, δηλαδή είκοσι ευρώ. Μόλις  το πληρώνω, κάτι μου λέει μέσα μου πως θα μπορούσα να το πάρω και σε καλύτερη τιμή. Το λάθος ήταν δικό μου. Έπρεπε να είμαι πιο αποφασιστική. Δεν πειράζει όμως, για πρόβα καλά  ήταν. Μου έμεινε ένα πενηντάρικο. Μ’ αυτό θέλω ν’ αγοράσω ένα κιλίμι. Ρωτώ τον πωλητή πού να πάω. Ο φιλότιμος Ανατολίτης  προθυμοποιείται να μας οδηγήσει. Εγκαταλείπει το μαγαζί του και  περπατούμε σχεδον δέκα λεπτά. Στρίβει από δω, βγαίνει από κει, που μας πάει μόνο ο Θεός το ξέρει. Σταματά μπροστά σε μια μεγάλη κόκκινη ξύλινη  πόρτα και την χτυπά. Έτσι εισερχόμαστε στον χειροποίητο παράδεισο των χαλιών. Κάτι εξηγεί στους φίλους του στα αραβικά,  μας αποχαιρετά ευγενικά, και φεύγει.  

Οι τρεις όροφοι του κτιρίου είναι  γεμάτοι από πάνω ως κάτω  χαλιά και κιλίμια να χάνεις το νου σου. Κάθε όροφος έχει πολλές αίθουσες. Μας οδηγούν  στον τρίτο από μια εσωτερική περιστροφική ξύλινη σκάλα. Ένας κύριος γύρω στα εξήντα μ’ ένα νεαρό αγόρι αναλαμβάναουν να μας εξυπηρετήσουν. Στεκόμαστε όρθιοι στην άκρη μιας ευρύχωρης αίθουσας. Χειροποίητο; Ναι. Σε τι διαστάσεις περίπου; με ρωτά ο μεσήλικας. Φορά ένα γκρι πουκάμισο  κι ένα γκρι παντελόνι σαν τους παλιούς επιθεωρητές των σχολείων. Δεν έχει όμως μουστάκι όπως εκείνοι. Έχει δυο μεγάλα αγελαδίσια μάτια, σκούρο ιδρωμένο δέρμα, μέτριο ανάστημα και μερικά παραπανίσια κιλά. Κατεβάζει απ’ τις στίβες και ξεδιπλώνει στο πάτωμα διάφορα χειροποίητα χαλιά το ένα ωραιότερο απ’ το άλλο.  Το πέμπτο, ένα ποίημα. Υφασμένο και από πάνω και από κάτω με αναγλυφες κουκίδες καφέ σ' ένα φόντο μπεζ. Λιτό, μινιμαλιστικό, έξοχο. Πόσο έχει αυτό; Πέντε χιλιαδες δηνάρια. Ζεματίστηκα. Κάποιο λάθος έχουμε κάνει, καλύτερα να φύγουμε, ήταν η πρώτη σκέψη, -αυτή που συνήθως είναι λάθος.  Όσο παζάρι όμως  και να κάνεις, δεν θα κατέβεις ποτέ απ' τα πέντε χιλιάδες στα πενήντα.  Μπορώ να καθίσω; τον ρωτώ. Και βέβαια, μαντάμ. Μήπως  μπορώ και να καπνίσω; Εδώ δεν  καπνίζουμε, αλλά εσύ μπορείς. Έπρεπε να σκεφτώ, να πάρω μια ανάσα, να συγκεντρωθω. Από κείνη τη στιγμή άρχισε το γλέντι. Το αληθινό γλέντι της σχέσης στην οποία μεταφράζεται το παζάρι. Θέλει χρόνο, όπως όλα τα αληθινά πράγματα σ' αυτή τη ζωή.
Ο μεσήλικας έρχεται και κάθεται κοντά μου στο μιντέρι. Τι θέλεις, μαντάμ; Πόσα χρήματα δίνεις; Αυτό που μου δείχνεις, είναι πάρα πολυ ακριβό για μένα. Είμαστε απ' την Ελλάδα, ξέρεις τι γίνεται εκεί; Ξέρω. Γίνατε κι εσείς σαν κι  εμάς. Δείξε μου, λοιπόν, κάτι φτηνότερο, αλλά επίσης ωραίο. Σηκώνεται και φέρνει από άλλη αίθουσα μια ντάνα κιλιμια. Τα στρώνει ένα ένα στο πάτωμα. Χρώματα, σχέδια, υφές, μέθη. Πόσο αυτό; Χίλια πεντακόσια δηνάρια. Αυτό; Χίλια. Αυτό; Οχτακόσια. Οχτακόσια, δηλαδή τετρακόσια ευρώ, υπολογίζω με το νου μου. Αυτό έχω ελπίδα να το κατεβάσω στα πενήντα με θάρρος και αποφασιτικότητα. Μ' αρέσει, του λέω, αλλά αυτά που ζητάς είναι πάρα πολλά. Πόσα δίνεις, μαντάμ;  Δεν πειράζει, μια άλλη φορά. Σηκώνομαι. Κάτσε, μαντάμ, πόσα δίνεις; Πες μου μια τελική τιμή. Είναι πάρα πολλά, σου λέω. Έλα, μαντάμ, κάτσε. Ξανακάθομαι. Σκύβει στ' αφτί μου. Είσαι όμορφη, μου λέει. Όμορφη, αλλά φτωχή, απαντώ. Μια τελευταία τιμή; Πες το να συμφωνήσουμε. Τότε αποφαςίζω να δώσω την τιμή. Έχω εκατό δηνάρια.  Ούτε ένα παραπάνω. Σηκωνεται θιγμένος. Πάει και φέρνει ένα μικρό πατάκι. Μ' εκατό δηνάρια παρίνεις αυτό. Σηκώνομαι κι εγώ. Αυτό παίρνω, έχεις δίκιο, αλλά αυτό δεν το θέλω. Εκείνο θέλω. Ας το αφήσουμε, λοιπόν. Κάτσε,  μαντάμ. Ξανακαθομαι. Κάθεται πιο κοντά μου. Είσαι πολυ ομορφη, μου λέει και μου πιάνει το γόνταο. Η ηδυπάθεια στάζει απ’ τα αγελαδινά του μάτια. Σε άλλη περίπτωση θα με ενοχλούσε αυτό το άγγιγμα στο γόνατο. Όμως δε μ’ ενοχλεί. Η ανάγκη του να πουλήσει  έχει μπλεχτεί με τον ανδρικό πόθο κι ο πόθος  με μια καλοσύνη σχεδόν ικετευτική. Μια αδυναμία που μόνο συμπάθεια μπορεί να  προκαλέσει.   Χτυπώ με χάρη το δικό του γόνατο και γελώ. Όμορφη, ναι, αλλά με εκατό δηνάρια. Έλα, μαντάμ, ας το κάνουμε διακόσια, τελευταία τιμή. Καλή τιμή, σ’ ευχαριστώ, αλλά δεν έχω. Ειλικρινά, έχω μόνο εκατό, σου λέω αλήθεια. Οι ελπίδες μου αναπτερώνονται, αλλά δεν το δείχνω.  Αδύνατον κάτω από διακόσια. Αδυνατον πάνω από εκατό. Να στο πάρει ο άντρας σου. Μα δεν είανι ο άντρας μου αυτός. Δεν είναι; Όχι, βέβαια. Ο άντρας μου δουλεύει σκληρά και μου έδωσε μόνο εκατό δηνάρια, δεν είχε άλλα. Αυτός είναι φίλος μας. Να σου δανείσει ο φίλος σου. Καλά δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι πιο φτωχός κι από μένα. Κοιτάζουμε κι οι δυο τον Λεωνίδα που έχει μείενι σύξυλος. Φοράει μια απλη βερμούδα κι ένα μακό μπλουζάκι. Πράγματι, σε καμία περίπτωση δεν δίνει την εντύπωση πλουσιου. Το πολύ πολύ να έχει είκοσι δηνάρια Μήπως έχεις Λεωνίδα είκοσι δηνάρια; Ναι, νομίζω πως είκοσι δηνάρια έχω, απαντά σχεδόν τραυλίζοντας. Άντε, λοιπόν, σου δίνω εκατόν είκοσι  δηνάρια. Εντάξει;
Έλα μαζί μου, μαντάμ. Σηκώνεται και μ' αρπαζει απ' το χέρι. Αρχίζουμε να προχωράμε σε διαδρόμους, δωμάτια, αμάν, λέω, ο τύπος πήρε θάρρος τώρα που έμαθε πως αυτός δεν είναι άντρας μου, Λεωνίδα, φωνάζω, έλα. Μη φοβάσαι, μου λέει, περίμενε. Ο Λεωνίδας ακολουθεί. Το παχουλό και διρωμένο χέρι του αφήνει το δικό μου. Σκύβει πάνω απ' τη σκάλα και φωνάζει. Φωνάζει αυτός, φωνάζει και κάποιος από το ισόγειο. Τσιριδες, φωνές, ξεσπά ένας καβγάς στα αραβικά. Τι γίνεται; με ρωτά ο Λεωνίδας. Μη νοιαζεσαι, του λέω, κάνει πως μαλώνει με το αφεντικό του. Έχουμε ελπίδα. Ένας  νεαρός ομορφονιός με άσπρο πουκάμισο  και τζιν παντελόνι ανεβαίνει τη σκάλα τρέχοντας. Ευκίνητος, εύστροφος, γοητευτικός. Μέχρι ν’ ανέβει,  ο καλοσυνάτος πωλητής με ξαναρωτά. Τελευταία τιμή, μαντάμ;  Σε παρακαλώ. Εβδομήντα δηνάρια. Φτάνει το αφεντικό, συνομιλούν στα αγγλικά. Η μαντάμ θέλει αυτό για εβδομήντα δηνάρια. Τι λες; Ο νεαρός δεν απαντά. Με κοιτάζει διαπεραστικά. Εντάξει, λέει, και δίνουμε τα χέρια. Πηγαίνει μέσα στην αιθουσα να δώσει ετνολή στον μικρό να το πακετάρει. Καλό είναι το αφεντικό σου, λέω στον μεσήλικα. Όχι, δεν είναι καλό, απαντά. Γιατί το λες; Εγώ είμαι καλός. Δεν εννοώ πως είναι καλός για μένα, εννοώ πως είναι καλός για σένα, διορθωνω βλέποντάς τον να λιώνει. Όχι, μόνο εγώ είμαι καλός. Καλός γι' αυτόν, καλός και για σένα. Η απάντησή του με συγκινεί. Είναι σοβαρός, ίσιος, ντόμπρος. Ο μικρός έχει πακετάρει το κιλίμι. Το νεαρό αφεντικό έρχεται. Ο μεσήλικας στέκεται παράμερα. Δεν κουνιέται, δε μιλά, μόνο με κοιτάζει. Το κιλιμι το πούλησε, το παζάρι έγινε, τώρα η μαντάμ θα φύγει. Δε θα την ξαναδεί. Έχει στο πρόσωπο τη λυπη του άντρα  που βλέπει το αντικείμενο του πόθου του να απομακρύνεται.  Τη σιωπή των αγαλμάτων που χάνουν το μοναδικό βλέμμα που μες στην πολύβουη ερημιά του κόσμου στάθηκε για λίγο πάνω τους Δεν ήταν ωραίος. Δεν ήταν καν συμπαθής ή ελκυστικός. Γιατί λυπήθηκα όταν φεύγοντας γύρισα και τον κοίταξα; Ήταν ειλιλκρινά άοπλος. Αδύναμος σαν πουλί. Ένας λυμένος άντρας που δε διστασε να εκτεθεί. Όπως έπαιξε την τιμή του κιλιμιού, έπαιξε και τα αισθήματά του.
Το αφεντικό του μας προτείνει  να μας δείξει τα κσομήματα που έχει  στο υπόγειο. Τον ακολουθούμε. ΒΛέπει  το κολιέ που φορώ. Πόσο το πήρες; Δώδεκα δεκαπέντε ευρώ; Είκοσι, απαντώ και επιβεβαιώνεται η αίσθηση που είχα πως το πήρα ακριβότερα. Είσαι καλή στο παζάρι, προσθέτει. Σπάνια οι ξένοι τα καταφέρνουν έτσι. Γυρίζω και κοιτώ τον μεσήλικα. Στέκεται  σην άκρη της  αίθουσας  σε στάση προσοχής. Τίποτα δεν κάνει. Μόνο με κοιτά. Αυτός είναι καλός, λέω στο αφεντικό του και γυρίζω να φύγω. Τους χαιρετώ. Εκείνος δε με χαιρετά. Δεν  κουνιέται βήμα απ' τη θέση του. Βγαίνουμε στον καθαρό αέρα.
Κοιτώ το ρολόι μου. Ήμουν μισή ώρα μεσα. Έχω το επινίκιο του αγώνα,  τυλιγμένο σ'  ένα ωραίο χασαπόχαρτο περίτεχνα δεμένο με σπάγκο. Πώς το έκανες αυτό; με ρωτά ο Λεωνίδας. Από οχτακόσια δηνάρια, εκατόν είκοσι; Έχω εξασκηθεί χρόνια τώρα στα παζάρια της Πόλης, απαντώ,  λησμονώντας πως η βασικη  μου εκπαίδευση ήταν τα παζάρια που έκανε ο πατέρας μου, όταν μας έπαιιρνε και τους πέντε στις βιοτεχνίες να μας ντύσει. Το παζάρι, φίλε, μοιάζει οικονομική συναλαγή, μα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτο δεν ξέρουν οι δυτικοί. Είναι σχέση. Μια σχέση που τα παίζεις όλα για όλα. Μυαλό, σώμα, αισθήματα, χρόνο, διαθεσιμότητα. Όταν καταφέρεις ν' αγοράσεις το αντικείμενο που επιθυμούσες στην καλύτερη δυνατή τιμή, δεν ικανοποιείσαι κυρίως γι' αυτό. Η μεγάλη ικανοποίηση ήταν πως έπαιξες τίμια τον εαυτό σου εσύ, τον έπαιξε τίμια και ο άλλος. Εγώ τον έπαιξα μ' έναν άντρα που δεν ήταν ωραίος, δεν ήταν γοητευτικός, ούτε καν συμπαθής. Ήταν όμως καθαρόαιμος  άντρας. Πλάσμα ακριβό και στις μέρες μας σπάνιο. Αυτο άξιζε το κόπο, το παιχνίδι, τη σχέση. Άξιζε όλο το παζάρι. Άξιζε κι ένα κείμενο. Καλή του ώρα.             



    

No comments:

Post a Comment

Σχόλια