Labels

Tuesday, February 17, 2015

Το δώρο του Θεού: Άγιος Θεόδωρος Τήρρων


Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Χίλια εφτακόσια χρόνια περίπου, με απόλυτη ακρίβεια δεν μπορείς να το πεις. Ο Μαξιμιανός ήταν ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής μεγάλης αυτοκρατορίας και στην πανέμορφη Αμάσεια του Πόντου, διοικητής, πραιπόσιτος όπως λεγόταν, ο Βρίγκας. Ήταν τα χρόνια που ο κόσμος χωριζόταν σε χριστιανούς και ειδωλολάτρες. Τέταρτος αιώνας μετά Χριστόν. Ένα μικρό παιδί μεγάλωνε αγαπώντας και τον Χριστό και τα γράμματα, ένα δώρο Θεού στον κόσμο, ένας νεοσύλλεκτος του Κάλλους, Θεόδωρο το έλεγαν. Έγινε σοφός και σπουδαίος κι όταν πια μεγάλωσε ήρθε η ώρα να υπηρετήσει στον ρωμαϊκό στρατό. 
Ο Βρίγκας ζήτησε από όλους τους στρατιώτες να θυσιάσουν στα είδωλα, μα ο Θεόδωρος αρνήθηκε. "Δε θυιάζω στο ψέμα και στην πλάνη" είπε "θυσιάζω μόνο στον Χριστό μου με καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη". Επέμεναν ο ιάλλοι, επέμενε κι αυτός. Τον άφησαν να το σκεφτεί μια νύχτα. Τραυματισμένος από όσα υβριστικά άκουσε να λένε για τον Αγαπημένο του, γύρισε στους δρόμους της πόλης και όπου έβρισκε άγαλμα θεού το γκρέμιζε. Το πρωί παρουσιάστηκε πάλι στον διοικητή να δώσει την απάντησή του, μα τα νυχτερινά νέα είχαν ήδη φτάσει στ' αφτιά του Βρίγκα. Έτσι άρχισαν τα φοβερά μαρτύρια του αγίου. Στο τέλος, μια πληγή τον έκαναν και τον πέταξαν στη φυλακή νηστικό και μόνο.


Στη μέση της νύχτας ήρθε ο ίδιος ο Αγαπημένος να επισκεφτεί το σπλάχνο του, ο Χριστός κατέβηκε απ' τον ψηλό του θρόνο, κι αφού τον θεράπευσε του έδωσε να φάει ουράνιο άρτο. Κι έγινε Παράδεισος η φυλακή. Μόλις έφυγε ο Χριστός, άγγελοι κατέβηκαν και μαζί με τον θεραπευμένο Θεόδωρο μέχρι το χάραμα υμνούσαν τον Θεό. Άκουγαν οι φύλακες τις υμνωδίες κι απορούσαν ποιος και από πού μπήκε μέσα στη φυλακή. Πηγαίνουν και δεν βλέπουν κανέναν άλλον, παρά μόνο τον μάρτυρα ν' αστράφτει σαν τον ήλιο. Τον οδηγούν και πάλι στον πραιπόσιτο, αρχίζουν πάλι να τον βασανίζουν κι ας γεμίζει ο νους τους έκπληξη που όλες οι πληγές της περασμένης μέρας έχουν  γιατρευτεί. Καμιά φορά η αποσταση από τον νου στην καρδιά είναι αγεφύρωτη.  Οι πωρωμένες καρδιές δεν βλέπουν, δεν ακούν, δε νιώθουν τίποτα, γι' αυτό και μόνο η πώρωση της καρδιάς είναι αμαρτία ασυγχώρητη. Η αμετανοησία και η σκληρότητα συνιστούν βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. 

Τον ρίχνουν τότε, τον Θεόδωρο, σ' ένα πυρωμένο καμίνι κι η φωτιά μεταμορφώνεται σε μια δροσερή αψίδα που τον στολίζει όπως κάποτε στόλισε του Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα. Μέσα της προσευχήθηκε το δώρο του Θεού κι έτσι παρέδωσε την ψυχούλα του στον Κύριό του.


Πέρασαν δεν πέρασαν εκατό χρόνια από τότε και αυτοκράτορας έγινε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Ήξερε πως την πρώτη εβδομάδα της Σαρακοστής οι χριστιανοί νηστεύουν, πως είναι η Καθαρή βδομάδα τους και καθαρίζουν την ψυχή και το σώμα τους με τη νηστεία και την προσευχή, και του μπήκε στο νου να τους μολύνει παρά τη θέλησή τους, ύπουλα και δόλια. Έβαλε κάποιους να θυσιάσουν στα είδωλα και τους διέταξε μετά να πάρουν τα αίματα των ζώων και να τα αναμίξουν κρυφά με τις νηστήσιμες τροφές που πουλούσαν τα καταστήματα για τους χριστιανούς. Αλλά, όπως λέει ο καλός μας αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης "ο Κύριος αγρυπνεί από πάνω και η Θεία Του Πρόνοια μας φροντίζει μέχρι λεπτομέρειας συγκηνιτικής". Ήτανε Κυριακή της Τυρινής βράδυ και στέλνει στον πατριάρχη Ευδόξιο τον Θεόδωρο τον Τήρωνα. Κι αφού ο άγιος του μαρτυρεί τι έκανε ο αυτοκράτορας, του συστήνει να μην ψωνίσουν τίποτα οι χριστιανιοί όλη τη βδομάδα από τα καταστήματα, παρά μόνο να βράσουν κόλλυβα να τρώνε. Ο πατριάρχης δεν ήξερε τι ήτανε τα κόλλυβα και τον ρώτησε. Τότε ο άγιος του εξήγησε πως κόλλυβα λέγανε στα Ευχάιτα το βρασμένο σιτάρι. Έτσι κι έγινε κι έβγαλαν οι χριστιανοί τότε όλη τη καθαρή βοδμάδα με τα κόλλυβα. Γι' αυτό κι από τότε γιορτάζοντας η Εκκλησία μας το θαύμα του αγίου Θεοδώρου κάνει κόλλυβα προς τιμήν του το πρώτο Σάββατο των νηστειών της Σαρακοστής. Αυτά είναι τα άγια κόλλυβα, τα άλλα είναι των πεθαμένων.

Πολλά και αμέτρητα τα θαύματα του αγίου. Ας αφήσουμε τους αιώνες να περάσουν κι ας φτάσουμε στον 9ο αιώνα. Μια γυναίκα χάνει το παιδί της από τους Αγαρηνούς. Μαζί του πάει να χάσει και το νου της. Τρέχει στην εκκλησια του αγίου και τον παρακαλεί θερμά να της βρει το παιδί. Περνούν οι μέρες και μια μέρα ο άγιος εμφανίζεται μπροστά της. Πού ήσουν, άγιέ μου; τον ρωτά η γυναίκα. "Ήμουν στην κηδεία του Ιωσήφ του υμνογράφου, της λέει, τόσους ύμνους και κανόνες έγραψε για μας, είχαμε υποχρέωση να πάμε στην κηδεια του". Αυτή είναι η καλή και αγαθή υποχρέωση. Ανταποδίσεις τιμή σ' αυτόν που σε τίμησε. "Συγχώρε σέ με, λοιπόν, και πες μου τι γυρεύεις", τη ρωτά. "Έχασα το παιδί μου, το γιο μου", του λέει η πικραμένη. Καβαλικεύει τότε, ο άγιος, ένα άσπρο άτι και φεύγει για να γυρίσει κατόπιν με το παιδί καθισμένο πάνω στα καπούλια του ζώου.
Πολλές φορές έγινε φανερωτής των χαμένων και κλεμμένων ο άγιος. Και καμιά φορά έβρισκε και τους κλέφτες και τους έδινε κι ένα χέρι ξύλο και τους πρόσταζε να πάνε να επιστρέψουν τα κλεμμένα. 
Όπως το 'πε ο Χριστός: "Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζώντων. Πάντες γαρ αυτώ ζώσιν". Γι' αυτό και οι άγιοι είναι μαζί μας, συμπαραστάτες και βοηθοί σε κάθε δυσκολία μας.
Βοήθειά μας ο άγιος Θεόδωρος Τήρων και να μας βρει τις κλεμμένες μας καρδιές να μας τις επιστρέψει, κι ας μείνουν κι άδαρτοι οι κλέφτες τους.




Κείμενο εμπνευσμένο από το Συναξάρι του Αγίου, από το βιβλίο "Χειμερινό Συναξάρι" του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, εκδ.Ακτή, Λευκωσία, 2008

No comments:

Post a Comment

Σχόλια