Labels

Friday, July 18, 2014

Ο αυτόλυκος- Γιώργος Σκαμπαρδώνης



Δεκέμβριος κι είμαι στ' αψηλά του Χολομώντα, άγρυπνος, μονάχος εδώ και μέρες, κουκουλωμένος στον ξενώνα, κι ακούω έξω, μακριά, να ουρλιάζει λυκος μ' αγύριστο σβέρκο. Ο αέρας επιστατε΄.

Κι αισθάνομαι τον λύκο να κατεβαίνει, πεινασμένος, αγριεμένος, στο όριο, υπομονετικός μες στην απελπισία του. Μπαίνω μέσα του, τον νιώθω -κινείται παραπλανητικά, κυκλικά, με λοξές διαδρομές. Ζει απ' τον άνεμο, παίρνει τα σομά, αφουγκράζεται κάθε τρίξιμο, τροχίζει τα δόντια του στη σμυριδόπετρα, ξέρει: Μόνος του θα καταλήξει να μπει στο μαντρί, ολομόναχος. Τα λυκόπουλα, φύτρα του και δωσίλοι, γενίτσαροι και θα τον πάρουνε στο κατόπι μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι. Το 'χει δεχτεί. Καλύτερα μια ζωή στην παρανομία, μοναχός, νυχτοπλάνο αγρίμι, με τα χαρίσματα του θηρίου, παρά υποτακτικός του κάθε τσομπάνη. Παρά λυκόσκυλο του κάθε ανθρώπου, που 'ναι για τον άνθρωπο λύκος. Καλύτερα σβλερξι αγύριστο χωρίς λαιμαριά, να πεθάνει από λύσσα κάποιαν πανσέληνο, μέσα σε αφρούς σβήνοντας, ουρλιάζοντας στην κορυφή της μοναξιάς -μάταιος αυτόλυκος. προχωρεί,  αμείλικτος, βαρύγνωμος, νιώθοντας μιαν φλόγωση στο υπογάστριο -εκείνη τη θερμή, σταθερή υπερένταση, που 'ναι τρόπος ζωής γι' αυτόν, ακόμα κι όταν κοιμάται: πυρετός καθ' έξιν. Λυπημένος, χρεωμένος τον εαυτό του, προχωρεί. Κακόβουλος κι ευπατρίδης των βουνών. Φρικιό.

Πέφτει πλάγια από ρέμα σε ρέμα. Περνάει το ρηχό ποταμάκι. "Άντρα μαζί σου". Φτάνει αθόρυβα στο Χοιρολακκο -κατεβαίνει διστακτικά. Ακούει μακριά, ψηλότερα, τσομπαναραίους, κουδούνια και σκυλιά. (Μην είν' ρα Μαμαλέικα, μην είν' του Κλαδευτήρα;) Στέκει. Τρίζει τα δόντια του. Το νιώθω σαν πριονωτό, γυριστό κλειδομάχαιρο. Παίρνει κοφτές ανάσες -ατμίζει χνότα. Ξέρει ότι το άσπρο γύρω του θα καταλήξει, πάλι, κόκκινο και μαύρο χιόνι.

Με μάτια άγρυπνα, τρελά, κοιτάζω τα λευκά σεντόνια του παπλώματος. Μου φαίνονται ματωμένα, πορφυρά, κι ανασαλεύουν.

Νοέμβριος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, εκδ. Πατάκη, 2014

No comments:

Post a Comment

Σχόλια