Labels

Sunday, December 22, 2013

Τα μάγια του πόνου και η λύση τους






Από τον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση προς Χαλκιδική βλέπω το νηφάλιο κόλπο του Θερμαϊκού, τα κοσμογυρισμένα του καράβια καταλαγιασμένα μέσα στο εσπερινό φως της αγκαλιάς του, τον κραταιό ασπρομάλλη γερο Όλυμπο στο βάθος. Είναι απόγευμα Σαββάτου, καρδιά του χειμώνα γύρω μου και μέσα μου. Το φως γονατίζει. Υποκλινεται στη νύχτα που έρχεται ν' αναλάβει τα ηνία των ωρών μας. Άγρια άλογα οι ώρες, πόση τέχνη θέλουν για να εξημερωθούν, πόση δύναμη, προσπάθεια και πείσμα. Στο κελί του αποσύρεται ο ηλιάτορας, να ξεκουραστεί μια στάλα απ' τα βάσανα που όλη μέρα βέλη του εκτοξεύσαμε, μια ανάσα να πάρει ο απαθής για να φωτίσει με τη χάρη του την άλλη μεριά του κόσμου. Μη μου πεις πως ο ήλιος μένει σταθερός ενώ η γη κινείται γύρω από τον εαυτό της και τριγύρω του. Αναγνώστη μου καλοπροαίρετε και σοβαρέ σε σπρώχνω απαλά στο αντιφατικό της ποιήσεως ώστε να μ' ακολουθήσεις ελεύθερος από λογικές κατόπιν και στο υπερφυσικό της. Αν σκόνταψες ήδη, καλύτερα να αφήσεις εδώ το διάβασμα. Αν όχι, ακολούθησέ με στη μικρή αυτή αληθινή ιστορία μου για τα μάγια του πόνου και τη λύση τους.

Το αυτοκίνητο πηγαίνει αργά, έχει μποτιλιάρισμα, ένα δυστύχημα δυσκολεύει την κυκλοφορία. Ελπίζω πως δεν έπαθε τίποτα σοβαρό κανείς. Εσύ πού πας τέτοια ώρα κρύο μου; Λύπη μου για πού τραβάς; Τι σε σπρώχνει ν' αφήσεις το ζεστό σπιτάκι σου και να πάρεις τους δρόμους τέτοια μέρα, τέτοια ώρα; Προσπερνούμε το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, ο δρόμος ανοίγει. Νέο Ρύσιο, Βασιλικά, κάπου εδώ κοντά πρέπει να βρίσκεται το λιμάνι που αποζητώ, ο δικός μου Θερμαϊκός ν' αράξω το τσακισμένο μου καράβι, ο δικός μου Όλυμπος, το δικό μου γονατισμένο φως. Μπροστά μας τρία αυτοκίνητα, πίσω μας άλλα δύο, όλοι στρίβουμε αριστερά πλησίον της μεγάλη πύλης με τα κυπαρίσσια κι αρχίζουμε ν' ανηφορίζουμε στην πλαγία του βουνού. Δεν είμαι μόνη. Μαζί μου ανηφορίζουν κι άλλα κρύα κι άλλοι πόνοι κι άλλες λύπες. Ν' αγγίξουμε τ' άστρα γυρεύουμε, ο ήλιος που αποζητούμε μήπως γονατίσει να θωπεύσει λίγο τις πληγές μας, τους αυτοτραυματισμούς μας να γειάνει, τους θανάτους μας μήπως αναστήσει. 

Περνώ διαδρόμους με μεγάλες γλάστρες κατάφυτες φτέρες και μπένζαμιν. Κάποιος καλός άνθρωπος τ' αγαπάει πολύ αυτά, σκέφτομαι, και ξέρει να τα φροντίζει όπως τους πρέπει. Περνώ έξω από κελιά, πολλά κελιά, μεγάλοι διάδρομοι, παγωνιά. Τι θα γινόταν κάποτε εδώ, πόσος κόσμος θα ζούσε, πόσοι αγώνες δόθηκαν, πόσοι χάθηκαν, πόσοι κερδήθηκαν. 
Φτάνω στην είσοδο του ναού του μοναστηριού της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας που γιορτάζει αύριο, Κυριακή 22 Δεκεμβρίου. Στέκομαι στα σκαλιά που κατεβαίνουν. Κοιτάζω τον κόσμο, τα κεριά, την ευωδιαστή ομίχλη του θυμιάματος. Κατεβαίνω σιγά σιγά, με πολλή προσοχή, συστολή και λίγο φόβο -κληρονομιά του πόνου των περασμένων ημερών. Μια θεόρατη εικόνα προσκυνώ νομίζοντας πως είναι της αγίας Αναστασίας. Όχι, είναι της αυτοκράτειρας και αγίας Θεοφανούς. Τι δουλειά έχει η Θεοφανώ εδώ; Τη γνωρίζω από τα λείψανά της στον Άη Γιώργη του Πατριαρχείου. Παλιά γνώριμη. Αριστερά μια άλλη θεόρατη εικόνα, της ίδια τεχνοτροπίας, ολόσωμη με πουκάμισο ασημένιο σκαλιστό ονειρεμένο είναι της Αναστασίας. Τι ομορφιά, τι φως, τι χάρη! Σκέφτομαι πως αν ζούσε θα ήθελα να είμαστε φίλες. Μπορεί και να ήμασταν. Σίγουρα θα ήμασταν. Δε θα την άφηνα να περάσει έτσι απ' τη ζωή μου, αν τη γνώριζα. Θα έκανα τα πάντα για να είμαι δίπλα της, κι αφού ήταν τόσο σπλαχνική, θα με ανεχόταν κι εμένα, δε θα με ανεχόταν; Κι έτσι μπορεί να γινόμουν κι εγώ λιγάκι σπλαχνική, ποιο ξέρει; 

Προχωρώ και προσκυνώ μια φορητή εικόνα σε προσκυνητάρι. Πάλι δεν είναι μόνη η Αναστασία. Είναι μαζί με τον άγιο Θεωνά. Τώρα τι δουλειά έχει εδώ ο Θεωνάς; Δεν έχω απάντηση, μα ούτε και χρόνο για απορίες. Ανάβω τα κεράκια μου, ένα για όλους τους ζωντανούς κι ένα για όλους τους κεκοιμημένους και προχωρώ στον κυρίως ναό. Στέκομαι σε σημείο που δεν συνηθίζω όταν εκκλησιάζομαι, απέναντι από το Δεσποτικό θρόνο. Γιατί δεν προχωρώ πιο μπροστά, δεν ξέρω. Καρφώνομαι εκεί. Ιερείς, Δεσποτάδες, πολλές κορδέλες μαβιές που στολίζουν στους πολυελαίους, μεγάλοι χοροί ψαλτάδων, εσπερινός πανηγυρικός του Πατριαρχικού μετοχίου. Το μάτι μου ξεκουράζεται κοιτάζοντας τις κεντημένες στολές των ιερέων. Τι ομορφιά! Ο πανύψηλος πανέμορφος ιερέας που περνά δεξιά μου με γυρνά αστραπιαία στα παιδικά μου χρόνια. Ήτανε καρδιακός φίλος του πατέρα μου. Μια από τις ωραιότερες αναμνήσεις εκείνων των χρόνων ήταν η τεράστια και ζεστή αγκαλιά του Γερβάσιου. Μου 'ρχεται να τον τραβήξω απ' τη σειρά και να πέσω πάλι στην αγκαλιά του. Δεν το κάνω. Δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα, κι άραγε θα με αναγνώριζε μετά από τόσα χρόνια; Κοιτάζω αριστερά μου, βλέπω την αγία Αναστασία σε εικόνα λαϊκής τεχνοτροπίας, απλή μα τρυφερή. Δεν ξεχωρίζω καλά τα λόγια των ψαλτάδων, δεν ξεχωρίζω ούτε τις λέξεις της προσευχής μου, μα λίγο λίγο ακουμπώ την καρδιά μου, το κρύο μου, τη φυλακή του πόνου που με πλακώνει και μ' έχει δεμένη μέρες, στερώντας μου την ανάσα. Ακουμπώ και τα αποθέτω όλα στην ποδιά της Αναστασίας σαν κουβάρι μπερδεμένο, ξεμαλλιασμένο, κομμένο σε πολλά σημεία. 




Ένας ιερομόναχος διαβάζει την επιστολή του Πατριάρχη μας. Συγκινούμαι ακούγοντας την παράκλησή του, προς το τέλος του λόγου του, να φωτίσει ο Θεός αυτούς που έκλεψαν τα λείψανα της αγίας πριν λίγα χρόνια, να τα γυρίσουν πίσω. Μετά αρχίζει το κήρυγμα, είναι ώρα να πηγαίνω, ο συνοδός μου έχει δουλειά. Βγαίνω στη νύχτα. Είναι γλυκύτερη από πριν κι ας είναι το κρύο ίδιο. Ο ουρανός ξάστερος σαν καλοκαιρινός. Φτάνω στο σπίτι, ανόίγω τον υπολογιστή και διαβάζω για το μοναστήρι και την αγία να ξεστραβωθώ λιγάκι. Το μόνο που γνωρίζω είναι πως μέχρι το 1972 υπήρξε εκεί οικοτροφείο και σχολή που έβγαζε κληρικούς, ψάλτες, αλλά και δασκάλους.


 Ιδρύθηκε, λοιπόν, από την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, σύζυγο του Λέοντος Στ΄ το 838μ.Χ. Έτσι εξηγείται η θεόρατη εικόνα της πλάι στης αγίας. Κατά τα βυζαντινά χρόνια δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για την ύπαρξη της μονής. Το 1522 ο μοναχός Θεωνάς (μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και άγιος) βρήκε στο σημείο αυτό ένα ερειπωμένο εκκλησάκι και εκεί έχτισε μοναστήρι που άνθισε και απέκτησε μεγάλη ακίνητη περιουσία και πολλά μετόχια στη Χαλκιδική και όλα τα Βαλκάνια. Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η κοινή φορητή εικόνα της αγίας και του αγίου στο προσκυνητάρι. Το 1821 οι Τούρκοι έκαψαν το μοναστήρι και το αρχείο του και έσφαξαν όλους τους καλογέρους. Έτσι εξηγείται η χάρη που αισθάνεται κανείς μπαίνοντας στο μοναστήρι. Από την εποχή εκείνη σώζεται μόνο η νότια πτέρυγα με τα σταυροθόλια. Η νότια πτέρυγα και η χάρη. Τα υπόλοιπα κτίσματα φτιάχτηκαν μετά την καταστροφή από τους Τούρκους.



Η Αναστασία ήταν η πανέμορφη κόρη του ειδωλολάτρη Ρωμαίου Πρατέξτατου, με μητέρα χριστιανή. Έτσι η Αναστασία έγινε χριστιανή. Την υποχρέωσαν να παντρευτεί ενώ αυτή δεν ήθελε. Προφασιζόμενη την άρρωστη έμεινε παρθένος μέχρι που πέθανε ο σύζυγός της και τότε μοίρασε όλη την περιουσία της φροντίζοντας τους Χριστιανούς που ήταν στις φυλακές και ενθαρρύνοντάς τους στο μαρτύριο. Έκανε θαύματα και έλυνε και μάγια. Τα μάγια ονομάζονταν φαρμακείες, εξ ου και το όνομα Φαρμακολύτρια: αυτή που λυτρώνει από τα μαγια.


Αφήνω τον υπολογιστή, σηκώνομαι να πάω στην κουζίνα να ετοιμάσω το βραδινό φαγητό. Αναπνέω καθαρά, κανονικά, ελεύθερα. Η καρδιά μου πετάει. Μαγειρεύω και χαμογελώ. Πού πήγε όλο το βάρος μου, το κρύο μου πού πήγε; Κι άξαφνα το καταλαβαίνω, το συναισθάνομαι. Η φίλη μου η Αναστασία, ναι, σίγουρα είναι φίλη μου κι ας είναι στους ουρανούς τους μεγάλους, τους απέραντους, μου τα πήρε όλα. Έλυσε τα μάγια του πόνου. Γιατί ο πόνος είναι πόνος και τα μάγια μάγια. Άλλο να πονάς κι άλλο να σε δένει χειροπόδαρα ο πόνος. Θα πονάς, πώς αλλιώς; Ούτε ο πρώτος είσαι ούτε κι ο τελευταίος. Αυτό μας έλειπε. Αλλά δεν μπορεί να σε δένει ο πόνος, να σε μαγεύει, να σε κάνει ανίκανο να τον υπομένεις.

Ήρθε το βράδυ κι έπεσα να κοιμηθώ. Ευγνώμων βαθιά που με πήρε στο λιμάνι της η αγία , που ήλιος γονάτισε στη νύχτα μου και την φώτισε, που μου επέστρεψε το λείψανο της καρδιάς μου αναστημένο. Βοήθειά μας πάντοτε!



No comments:

Post a Comment

Σχόλια