Labels

Monday, October 28, 2013

Άρωμα 1940




Άρωμα 1940
της Βασιλικής Νευροκοπλή
28/10/13

“Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχισε να φυσά πάνω στην Αθήνα. Είναι η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση  που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χθες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη: Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα: “Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν” είτανε σαν γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση: Πως τρεις χιλιάδες χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χθες, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γίνονταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθιά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Και ο πιο ταπεινός, έκανε τη σκέψη, άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας, είναι βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.” σ.39,40

Αυτά γράφει ο Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του “Ελληνική εποποιία” που εκδόθηκε το 1964. Το δανείστηκα από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσ/νίκης, μιας και δεν κυκλοφορεί, δυστυχώς, στο εμπόριο. Εγώ, η Ελληνίδα του σήμερα, που θέλω να νιώσω την εποχή εκείνη, αλλά δε θέλω να αυτοσχεδιάσω πάνω στη θαμπή μνήμη της, κι ας κινούμαι συνήθως μέσα στο όνειρο. Δεν έχω δικαίωμα ούτε να φανταστώ, ούτε να ονειροπολήσω, να κρίνω, ή να φιλοσοφήσω με ελαφρότητα. Δε θέλω να γράψω μεγάλα κενά λόγια για να συγκινήσω. Από δαύτα χορτάσαμε. Κι εγώ, όπως κι εσείς, διψώ την αλήθεια, και γι’ αυτό προστρέχω στις πηγές. Απ’ αυτές θέλω να πιω το νερό της, απ’ αυτές και να σας κεράσω λίγες σταγόνες. Αν καταφεύγω στον Τερζάκη, είναι γιατί το βιβλίο του έχει την αλήθεια με όλο το άρωμα της εποχής της, ακριβώς όπως ο ίδιος το επιθυμούσε. Δε δικαιούμαι ούτε περίληψη του βιβλίου του να κάνω. Αν τα γεγονότα δεν μπορούν να περιγραφούν σε λίγες αράδες, πόσο μάλλον δεν μπορεί να συμπυκνωθεί μέσα σ’ αυτές το σπάνιο αίσθημα των Ελλήνων του 1940. Έτσι προτιμώ να αντιγράψω αυτούσια δυο τρία αποσππάσματα από την περιγραφή εκείνου του ξημερώματος της 28ης του Οκτώβρη, καθώς και όλον τον πρόλογο του συγγραφέα που πολέμησε και ο ίδιος στα βουνά της Αλβανίας. Προς τιμήν του ίδιου, προς τιμήν όλων των ηρωικώς πεσόντων, ακόμη και των τότε κυβερνόντων που ανέλαβαν την ευθύνη του πολέμου με ανδρεία, και τον έβγαλαν εις πέρας. Στις αντιηρωικές τούτες μέρες, τις γεμάτες ετικέτες, συνθήματα και ανηθικότητα, αυτό το άρωμα ξυπνά έναν παλιό, λησμονημένο εαυτό μας. Προς τιμή δική μας.

“Ο Γκράτσι, στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια με έντονο –αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν τότε το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα, και τα μάτια του, πίσω απ’ τα γυαλιά, είναι υγρά. Αυτό –εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν είτανε συγκινημένος…” σ.37

“… - Αυτή είναι, κύριοι συνάδελφοι, η όλη εξέλιξη της πολιτικής μας. Τώρα εφόσον πρόκειται να ζητήσω τας υπογραφάς σας εις το διάταγμα της επιστρατεύσεως, σας δηλώ απεριφράστως ότι, οιοσδήποτε εξ υμών έχει τυχόν αντίρρησιν ή επιφύλαξιν, μπορεί να την διατυπώση ελευθέρως, ή, αν διαφωνή να υποβάλλη την παραίτησίν του.
Η συγκίνηση είταν βαθιά. Πήρε ο Μεταξάς τα έτοιμα διατάγματα:
-Θέτω προς υπογραφήν τα διατάγματα ταύτα, είπε, και υπογράφω πρώτος.
Έκανε το σταυρό του, υπέγραψε το διάταγμα της γενικής επιστρατεύσεως.
-Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα, είπε.
Όλοι τον μιμήθηκαν. Τα διατάγματα είταν πολλά. Της επιστρατεύσεως του Ναυτικού, της κηρύξεως της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κηρύξεως σ’ εμπόλεμη κατάσταση της Αεροπορίας, της αναλήψεως της γενικής αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων από το Βασιλέα, του διορισμού του στρατηγού Παπάγου ως αρχιστρατήγου τού κατά ξηράν στρατού. Οι υπουργοί υπέγραφαν στη σειρά και ξανάλεγαν το λόγο του Πρωθυπουργού: Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα”.
Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου.” σ.39

Παραθέτω αυτούσιο το μότο της πρώτης σελίδας του βιβλίου, -αν και σε μονοτονικό.
“Ούτε γαρ χορηγιών, ούθ’ όπλων ούτ’ ανδρών πλήθος καταπλαγής αν τις αποστέη της τελευταίας ελπίδος, του διαγωνίζεσθαι περί της σφετέρας χώρας και πατρίδος, λαμβάνων προ οφθαλμών το παράδοξον των τότε γενομένων, και μνημονεύων όσας μυριάδας και τίνας τόλμας και πηλίκας παροσκευάς η των συν νω και μετά λογισμού κινδυνευόντων αίρεσις και δύναμις καθείλεν”.
ΠΟΛΥΒΙΟΥ: Ιστοριών Β΄ 35, 8.

Παραθέτω και όλον τον ταπεινό, σεμνό, και αξιοθαύμαστο πρόλογο του συγγραφέα που μας υπενθυμίζει, εκτός των άλλων, τι θα πει ήθος.

“Πρόλογος
Το βιβλίο αυτό – εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Γραμμένο από άνθρωπο που είχε την τύχη ν’ αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμειξη του μυθιριστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940 – 44 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία που όλοι τη λένε “Το Έπος” έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο΄ θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε απ’ τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο αυτό της Ελληνικής Ιστορίας, κλείστηκε, σφραγίσθηκε και τοποθετήθυηκε στο Αρχείο, προτού μνημειωθεί.
Όχι πως δεν υπάρχουν Ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο χωρίς αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα.
Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαναν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει, μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμα κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο, όχι΄ χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν – ακόμη κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του Χρόνου.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν’ ανακαλέσω το άρωμα της μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής που σημειώθηκε ξαφνικά στο φθινόπωρο του 1940. Έκανα μόνο ότι μπορούσα για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πάθος ιερό, και πως γι’ άλλη μια φορά καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της γι’ αυτό – εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει.”

Τέλος κρίνω αναγκαίο ν’ αντιγράψω και τις τελευταίες αράδες του βιβλίου, -που εύχομαι ολόψυχα να επανεκδοθεί.
“Περισσότερο κι’ από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η Οκτωβρίου του 1940, προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο: μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.
Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ’ απομείνει ν’ ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή.”σ.223







No comments:

Post a Comment

Σχόλια