Labels

Saturday, July 27, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 7η μέρα - του χιώτικου μωσαίκού


Παρασκευή 26 Ιουλίου, αγίας Παρασκευής

Εδώ ποτέ δεν ξέρεις ποια εκκλησιά λειτουργεί, αν είσαι ξένος. Είναι τόσες πολλές και λειτουργούνται με μία σειρά που δεν είναι εύκολο να τη μάθεις. Αφού πήγαμε στις γνωστές και στο δρόμο ρωτήσαμε διάφορους ανθρώπους ανίδεους, φτάσαμε στο μανάβικο που είναι δίπλα στον άη Στράτη κι εκεί μας είπαν: "μα εδώ πίσω έχει λειτουργία, στον άη Γιώργη", "Ποιιον άη Γιώργη;", "Εδώ, πίσω απ' το μανάβικο!". Ανεβαίνουμε το στενό δρομάκι και βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα ναό που μοιάζει περισσότερο με προέκταση του μπροστινού σπιτιού, καθώς ο ένας τοίχος είναι κοινός, και η χωρητικότητα του ναού σαν ένα ευρύχωρο σαλόνι για είκοσι-τριάντα άτομα.  Τα παιδιά στη μικρή αυλή παίζουν και μιλούν για τις δασκάλες τους, -καλοκαίρι ξεκαλοκαίρι το σχολείο είναι η αναφορά και το θέμα της ζωής τους-. Κάθομαι κι εγώ έξω στα σκαλιά και χαζεύω τα παιδάκια. Έχω χαρά που γιορτάζει η αγία Παρασκευή, την αγαπώ πολύ. Τέτοιο παιδάκι σαν κι αυτά ήμουν όταν πρωτοείδα την εικόνα της, η αγία να βαστά δυο μάτια σ' ένα πιάτο, κι είχα μείνει έκθαμβη, όσο και με τον άη Γιάννη που κρατούσε στο πιάτο το κεφάλι του. Αυτές οι αλλόκοτες εικόνες μαγεύουν ένα παιδί. Το εισάγουν σ' έναν άλλο κόσμο, πέρα απ' τον καθημερινό, πολύ πιο πέρα απ' τον λογικό και πεπερασμένο.Του προσφέρουν ένα αλφαβητάρι του αοράτου. Σφραγίζουν την καρδιά του με σφραγίδα ανερμήνευτη, που έρχεται μια ώρα στη ζωή που η σφραγίδα αυτή ζωντανεύει και σαν αγκαλιά μας θωπεύέι μητρικά. Με πήραν τα δάκρυα δίχως να ξέρω γιατί. Γλυκά δάκρυα ήταν. Από ευγνωμοσύνη.


Τόσα χαριτωμένα αγγελούδια γύρω μου, τόση χάρη και τρυφερότητα, τόσα τιτιβίσματα. Την έβαλε σε καζάνι γεμάτο πίσσα ο Αντωνίνος την αγία κι εκείνη δροσιζόταν. Ο άρχοντας νόμιζε πως τον ξεγέλασαν οι δούλοι του και τότε η Παρασκευή πήρε μια χούφτα και του την πέταξε για να βεβαιωθεί πόσο καυτή ήταν. Κάηκαν τα μάτια του και σφάδαζε. Τον λυπήθηκε η αγία και αφού προσευχήθηκε στο Θεό να τον θεραπεύσει, εκείνος γιατρεύτηκε. Κι ύστερα... της πήρε το κεφάλι... 



Κόσμος πολύς στην Αγιά Φωτιά σήμερα. Άνθρωποι που αναζητούν τη δροσιά της θάλασσας, άλλοι που την έχουν ανάγκη για τα αρθριτικά τους, άλλοι που αγαπούν το κολύμπι. Σώματα ποικίλα, όλα όμορφα, όλα, ακόμα και τα γερασμένα, τα χοντρά, τα λιπόσαρκα. Στη θάλασσα οι άνθρωποι εκτίθενται κι η έκθεσή τους στο φως, τους ομορφαίνει όλους. Πόση ανάγκη έχουν να χαλαρώσουν, να πουν δυο χαζομάρες, να αφεθούν αποχαυνωιτκά στον ήλιο, να ονειρευτούν, να θαυμάσουν, να επιθυμήσουν.


Το απόγευμα πηγαίνω στο Citrus να γνωρίσω την ομάδα των γυναικών που μαθαίνουν βελονάκι. Συναντιόνταν και το χειμώνα, τρεις ομάδες από δέκα γυναίκες κάθε μια. "Καλέ, τύφλα να 'χει η γιόγκα", μου λένε. "Γιατί δε μας τα 'λεγαν οι γιαγιάδες μας, τι ωφέλιμο πράγμα είναι το εργόχειρο;". "Μας τα 'λεγαν", απαντώ, "αλλά ποιος τις άκουγε." "Ναι, αλλά γιατί δε δίναμε σημασία; Γιατί κοιτούσαμε όλο αλλού; Γιατί ξελογιαζόμασταν με τους ξένους;" "Μας έφαγαν οι Ευρώπες!", λέω γελώντας. Είναι όλες τόσο χαρούμενες. Μικρές και μεγάλες ανακαλύπτουν την ουσία του εργοχείρου, που μόνο οι καλόγεροι δεν εγκατέλειψαν ποτέ.


Τι είναι τα χιώτικα μωσαϊκά, που λέτε πως φτιάχνετε, τις ρωτώ. Τα ρούχα κάποτε πάλιωναν, μου λένε. Οι δαντέλες τους όμως έμεναν ατόφιες. Είτε απ' τα εσώρουχα, είτε απ' τους γιακάδες, είτε απ' τα μανίκια. Τις ξήλωναν οι γιαγιάδες μας, και τις ένωναν σε ένα εργόχειρο πλέκοντας τες με το βελονάκι. Παλιά και μεγάλη παράδοση στη Χίο που τώρα θέλουν να την ξαναζωντανέψουν. Αυτοί είναι οι ωραίοι κύκλοι της ζωής.
Μου έκανε εντύπωση που κάθε γυναίκα έπλεκε κάτι διαφορετικό. Θα περίμενα σ' ένα τέτοιο μάθημα να κάνουν όλες το ίδιο. Ρώτησα τη δασκάλα τους, μια νέα και ωραία γυναίκα, ντυμένη στα λευκά. Στην αρχή μαθαίνει κάθε μια ό, τι έχει λαχτάρα να πλέξει. Μετά θα κάνουμε κάτι όλες μαζί. Σπουδαία δασκάλα. 


Η νύχτα έρχεται. Επιστρέφω στο σπίτι να εργαστώ. Γύρω στα μεσάνυχτα η Αθηνά ξεπροβάλλει. Το έχω μάθει πια και της κρατώ φαγητό. Πανέξυπνο γατί, ασπρόμαυρο, νευρικό, παιχνιδιάρικο και κοινωνικό. Παίζει με το λαμπατέρ που έχω στο δάπεδο. Παίζει, ξαναπαίζει, στο τέλος το ρίχνει και σπάει η λάμπα. Φεύγει τρομαγμένη. Μα λίγο μετά πάλι επιστρέφει. Κουλουριάζεται στο χαλάκι δίπλα μου. Παρέα θέλει. Τι να κάνει μόνη βραδιάτικα μέσα στο σκοτεινό περιβόλι; Μ' αρέσει που ξαναγυρνά κι ας έκανε ζημιά. Έτσι δεν κάνουμε κι εμείς; Τα σπάμε και μετά πάλι κουλουριαζόμαστε στα πόδια του Θεού. Πού αλλού να πάμε; Δεν έχει καλύτερη απ' τη συντροφιά Του...

No comments:

Post a Comment

Σχόλια