Labels

Wednesday, July 24, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 5η μέρα - Της ερημίας



Ξύπνησα νωρίτερα σήμερα κι αποφάσισα να κατέβω για πρωινό. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα αγκαλιάσει τη στέρνα με τα νούφαρα. Ήταν όλα ερμητικά κλειστά. Άνοιξαν μόνο όταν άπλωσε τις ακτίνες του ο άρχοντας τ' ουρανού επάνω τους. Θα πρέπει να υπάρχει μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους, από καιρό, από αιώνες μάλλον. Ανοίγουμε τα πέταλά μας και αποκαλύπτουμε το απαράμιλλο κάλλος μας μόνο στο άπλετο φως. Σε τίποτα λιγότερο.

Η γυναίκα που καθαρίζει τα δωμάτια πλένει τώρα με το λάστιχο την αυλή. Η  κουζίνα μοσχομυρίζει. Η Μαρία έχει φτιάξει μηλόπιτα για αύριο. Την ξέρω τη Μαρία από χρόνια. Μαθήτευσε δίπλα στις σπουδαίες μαγείρισσες του Περλέα, που τώρα έχουν όλες μεταφερθεί στο Citrus κι εκεί πλέον φτιάχνουν τα γλυκά και τις μαρμελάδες, τα λουκούμια και τα κουλουράκια, με την υπογραφή της νέας επιχείρησης. Νιώθει μοναξιά όμως η Μαρία. Με ρωτά πώς μου φαίνεται τώρα που λείπουν οι γυναίκες κι ερήμωσε ο τόπος. "Ξέρεις", της απαντώ, "ρωτάς τώρα έναν άνθρωπο που αγαπά την ερημία" και γελώ, "εμένα ο Περλέας τώρα μου φαίνεται ωραιότερος από ποτέ. Δυσαρεστείται με την απάντησή μου. Για να της κάνω το κέφι, της λέω πως,, "ναι, μου λείπει κι εμένα που το εργαστήρι τώρα δεν έχει ζωή", και τη βλέπω να χαίρεται που την καταλαβαίνω. "Χαρίκλι", φωνάζει, "έλα να σου πω τη συνταγή της μυλόπιτας". Έτσι μαθαίνω το όνομα της ψηλόλιγνης γυναίκας που μεριμνά ακούραστα για την καθαριότητα. Προκύπτει βέβαια από το Χαρίκλεια.

Φτιάχνω τη σοκολάτα μου, μιας κι ο Κυριάκος ακόμα κοιμάται. Είναι ο προσωπικός μου σοκολατοποιός. Δεν έχει πιει ποτέ του σοκολάτα, αλλά την κάνει πολύ καλύτερα από μένα, που την πίνω είκοσι χρόνια. Αυτό συγκαταλέγεται στα θαυμαστά μυστήρια της αγάπης.
Η Αθηνά πήρε θάρρος από χθες βράδυ. Τώρα σαλτάρει στην αγκαλιά μου κι εγώ τη διώχνω. Ψες τα μεσάνυχτα εκεί που έγραφα στο μπαλκόνι ήρθε το μωρό και κατάλαβα πως πεινούσε. Την πήρα αγκαλιά και πήγαμε παρέα στο ψυγείο και της έδωσα δυο σαλαμάκια. "Τώρα, θα περιμένεις τη σειρά σου", της λέω αυστηρά. Ρωτώ τη Μαρία για την προέλευσή της. "Στους δρόμους ήταν", μου λέει, "τη μαζέψαμε να κάνει παρέα στη Σάσα που έμεινε μόνη, γιατί οι άλλες γάτες πήγαν κι αυτές στο Citus." Είναι ένα ασπρομαυρο λαχταριστό γατί που όλο πεινάει. Κι η Μαρια μιλά για τη Σάσα σαν να μιλά για τον εαυτό της. "Η γλώσσα όλο στο πονεμένο δόντι πάει", που λέει κι η τούρκικη παροιμία.


Αν η αρχή του περιβολιού ορίζεται απ' το φυτεμένο στο παρτέρι σκουριασμένο ποδήλατο, το τέλος του ορίζεται από ένα αυτοκίνητο ξεχασμένο εκεί απ' τον καιρό του Νώε. Είναι τόσο εναρμονισμένο με το περιβάλλον πλέον, που σχεδόν δεν το προσέχεις. Ίσως τελικά να ευθύνεται ο χρόνος και οι αντιφάσεις του, έτσι όπως η νέα ζωή αγκαλιάζει την παλιά, παύει να σ' ενοχλεί το παλιό, το φθαρμένο κι απολησμονημένο. Όπως όταν βλέπεις εγγόνια με τους παππούδες τους. Τα νέα βλαστάρια τυλίγουν με τόση θέρμη τα μαραμένα που τα ζωντανεύουν, τους χαρίζουν λάμψη και γίνονται ένα. 
Θυμάμαι τώρα που κάποτε, μου είπε η μητέρα μου, για ένα μικρό παιδί που δεν μεγάλωνε γιατί κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με τη  γιαγιά του, κι αυτή ξανάνιωνε σαν να του έκλεβε τη ζωή, δίχως να το θέλει... Γι' αυτό δεν κάνει να κοιμούνται μαζί τα εγγόνια με τους παππούδες, έλεγε. 


Δεν είναι λίγα τα αρχοντικά που ερημώνουν και καταρρέουν στον Κάμπο, εδώ και χρόνια. Έχουμε συνηθίσει να θλιβόμαστε μπροστά στην εικόνα της εγκατάλειψης και της ερήμωσης κι υπάρχει ένα δίκιο σ' αυτή τη συνήθεια του αισθήματός μας. Η ζωή είναι τόσο λαμπερή, τόσο δυναμική και χαρίζει τόση ζεστασιά όταν την αγκαλιάζουν οι άνθρωποι, που είναι σχεδόν αφύσικο να ρημάζουν τα σπίτια τους και ν' απομένουν μόνα στο έλεος των καιρών. Κι όμως, τότε είναι που γίνονται κατοικίες των πουλιών και των φυτών, όπως και οι έρημοι άνθρωποι κατοικούνται από τον Θεό και τους αγγέλους, ίσως περισσότερο απ' όλους τους άλλους που περιστοιχίζονται από την αγάπη των συγγενών και των φίλων τους.




Σήμερα πήγαμε στην άγια Φωτιά. Έτσι ονομάζεται η παραλία κάτω απ' την εκκλησία της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας, που η εικόνα της ξεβράστηκε από τη θάλασσα και αποκαλύφτηκε στους ντόπιους με τρόπο θαυμαστό. Είναι μια ανοιχτή η ακτή και τα νερά πολύ καθαρότερα απ' του Μέγα Λειμιώνα, που σαν στενότερος κόλπος δεν καθαρίζει τα νερά. Εκεί που είναι τα κύματα ελεύθερα ν' ανακατώσουν το νερό, εκεί είναι όλα καθαρότερα. Κι εμείς φοβόμαστε τα κύματα...
Kι ο νους  μου τρέχει στη Ζωή Καρέλλη, όταν σκέφτομαι κύματα. Έχασε τον έναν της γιο στη θάλασσα της Αυστραλίας. Ποτέ δεν είδε το πτώμα του. Δε βρέθηκε. Στη γη δε θάφτηκε. Κι η μάνα του ξεκίνησε να γράφει στα εξήντα της. Ο πρώτος στίχος που της ήρθε στο νου φεύγοντας κάποτε από τα κοιμητήρια ήταν: "Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω" 
Λίγο προτού πεθάνει, θα 'ταν 93, 94 χρονών, της πήραν μια συνέντευξη και τη ρώτησαν, αν θα ξαναζούσε τη ζωή της τι θα ήθελε διαφορετικό. Η σπουδαία αυτή γυναίκα και κορυφαία ποιήτρια, απάντησε: "Θα ζητούσα απ' το Θεό περισσότερες δοκιμασίες..."



No comments:

Post a Comment

Σχόλια