Labels

Wednesday, November 28, 2012

"O ξένος"






Ο ξένος

"Ήταν μια πόλη σαν όλες τις άλλες. Γκρίζα, πολύβουη, μουντή. Με ανθρώπους σκυφτούς, αγέλαστους, αγχωμένοιυς σαν όλους. Κι ήταν φθινόπωρο σαν όλα τα φθινόπωρα του κόσμου. Βροχερό, μελαγχολικό, με ηλιοβασιλέματα χρυσά σαν άπιαστα όνειρα.

Όλα θύμιζαν μια τεράστια ποντικότρυπα, όπου αναρίθμητοι ποντικοί πηγαινοέρχονται πάνω κάτω ασταμάτητα, χωρίς να θυμούνται από πού ήρθαν, χωρίς να αναρωτιούνται για πού τραβούν. Η καθημερινόητα ένα καλοκουρδισμένο ρολόι καρφωμένο στην ίδια πάντα ώρα. Αδιάφορο ποια ήταν αυτή.

Αγκάθια τύλιγαν τα βλέμματα των ανθρώπων, συρματοπλέγματα τα σώματά τους. Δούλευαν, έβγαζαν λεφτά, έχτιζαν σπίτια, αγόραζαν αυτοκίνητα. Δεν ήξεραν γιατί δουλεύουν, γιατί βγάζουν λεφτά, για ποιον χτίζουν, για ποιον αγοράζουν. Τους ήταν αρκετό να το κάνουν ακατάπαυστα. Τίποτε άλλο δεν τους ενδιέφερε, ή ενδεχομένως ξεχνούσαν να αναρωτηθούν.


Πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν άραγε αυτή η ιστορία αν τελείωνε εδώ; Για κάποιους, μάλλον καθόλου. Ίσως γιατί οι κάποιοι γνωρίζουν πως η ειρήνη υπάρχει εξαιτίας του πολέμου, η ομοιότητα χάριν της διαφοράς, η τάξη οφείλει στην αταξία τη χάρη της, η ακινησία το θάμβος της στην κίνηση, η σιωπή στον λόγο την βαρύτητά της, η μοναξιά χρωστά την αξία της στη συνύπαρξη και η θλίψη στην χαρά το νόημά της. Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, την ιστορία.


Μέσα στο βουβό σκοτάδι ένας ήχος απαλός σαν ρυθμικό φτεροκόπημα πουλιού τούς έκανε όλους ν’ αλλάξουν πλευρό. Μια μελωδία έσκισε τα τσιμεντένια τους όνειρα σαν κοπίδι το χαρτί. Το ελαφρότατο βάδισμα του ξένου που εκείνη την ώρα γλιστρούσε κάτω απ’ τα τείχη της πόλης, τόσο παρηγόρησε το υπέδαφός της, που ο αναστεναγμός που βγήκε απ’ τα σπλάχνα της γης  έκανε την πόλη να σειστεί ολόκληρη, τους κοιμισμένους να πεταχτούν αλαφιασμένοι, τα ρολόγια να σπάσουν.

Ποιος είναι αυτός; Παράθυρα άνοιξαν, στριγκλιές φωνές ξέσπασαν, αναμαλλιασμένες γυναίκες πρόβαλαν στα παραθύρια. Από πού έρχεται; Κουβάδες άδειασαν νερό στα πεζοδρόμια, εξασκημένα δάχτυλα αγκιστρώθηκαν στη σκανδάλη, σφυρίχτρες σήμαναν συναγερμό. Τι θέλει από μας ο ξένος;

Μεγάλοι, μικροί βγήκαν στους δρόμους. Πουθενά ο ξένος. Εξιάλτης θα ήταν. Ένας εφιάλτης που έτυχε να τον δουν όλοι μαζί την ίδια ώρα και τους πλάκωσε σαν μαύρο σύννεφο τη μαύρη νύχτα. Άδειασαν οι δρόμοι της νεκρής πόλης. Ο τρόμος σκεπάστηκε κάτω από ασυνείδητα παπλώματα βαριά.

Όλα κύλισαν την επόμενη μέρα όπως τις προηγούμενες. Κανείς δεν μίλησε για τον νυχτερινό εφιάλτη. Λέξη δεν είπαν. Κι όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, ξανά μέσα στο βουβό σκοτάδι ένας ήχος απαλός σαν ρυθμικό φτεροκόπημα πουλιού τούς έκανε πάλι ν’ αλλάξουν πλευρό. Κι όλα έγιναν ακριβώς όπως την περασμένη νύχτα. Κι ο ξένος άφαντος ξανά.

Μέρες και νύχτες επαναλαμβάνονταν όλα έτσι. Κι ο ξένος αόρατος. Σαν να τον κατάπινε η γη. Νύχτες ταραγμένες. Μέρες βουβές. Ρολόγια σπασμένα. Μα ο χρόνος τώρα κυλούσε αληθινά. Για την ακρίβεια, κάλπαζε τρυπώντας θωρακισμένες μνήμες, γκρεμίζοντας συνειδησιακά οχυρά, σπέρνοντας την αβεβαιότητα. Ποιος ήταν, επιτέλους, ο εισβολέας; Υπήρχε ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ; Ο ξένος ποιος ήταν; Ποιο ήταν το πρόσωπό του; Το σώμα του; Το όνομά του; Κανείς δεν μπορούσε ν’ απαντήσει. Ώσπου κάποια στιγμή ένα νέο εφιαλτικό ερώτημα άρχισε να διαπερνά κάθε μυαλό. Μήπως ο ξένος είμαστε εμείς; Μήπως ένας ένας χωριστά; Μήπως η πολιτεία μας, όπως ίσως κι οι άλλες πολιτείες του κόσμου που της μοιάζουν, είναι μια πολιτεία ξένων; Ποιος να το πει; Κανείς δε μιλά σ’ αυτόν τον τόπο. Κανείς δε ρωτά. Δεν απαντά κανείς.

Μόνο τώρα τελευταία καθώς πέφτουμε για ύπνο, προσμένουμε σχεδόν με ανυπομονησία τη φλογέρα του ξένου να παίξει τον τρυφερό σκοπό της. Κι όταν ορμούμε στους δρόμους να τον βρούμε και να τον συλλάβουμε, βαθιά μέσα μας ελπίζουμε μυστικά πως θα ’χει ήδη πάλι προλάβει κάπου να κρυφτεί. Γιατί επιτέλους, πήραν νόημα τα όνειρα. Κι οι μέρες μας, -αν και βουβές-, έχουν κάτι στο χνώτο απ’ το ρυθμό του τραγουδιού του ξένου, που αν ο τίτλος του γλιστρά από τη θύμηση, τα σπασμένα του μισόλογα μας κερνούν κάτι απ’ το χρώμα του ουρανού που κοιτούσαμε παιδιά καθώς γλείφαμε τα μελωμένα γλυφιτζούρια, κι ακόμα κάτι απ’ το χρώμα του χώματος όταν πλάθαμε πύργους μεσ’ στη βροχή προτού ξεσπάσει πάνω μας η μπόρα της ενηλικίωσης."



Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2012

Φωτογραφία του Minkkinen, interiors and exteriors,  Athens House of Photogrphy
https://www.facebook.com/media/set/?set=a.556383301053973.151735.178368458855461&type=1