Labels

Tuesday, October 9, 2012

Η απόδραση των δαχτύλων







Τις νύχτες τα δάχτυλά μου δραπετεύουν. Όχι όλα. Τα εφτά απ’ τα δέκα. Καθένα παίρνει το δρόμο του κι όχι πάντα τον ίδιο. Δεν με ρωτούν -κι ούτε που θα ’θελα.

Το πρώτο τραβά ν’ ανοίξει δρόμο ανάμσεσα στα χορτάρια να περάσουν ανεμπόδιστα οι μέρμηγκες της επόμενης μέρας που κουβαλούν στην μικρή τους πλάτη τα βάρη της επιβίωσης.

Το δεύτερο βουτά στη θάλασσα αναζητώντας τα μικρά ψάρια που θα καταβροχθιστούν από τα μεγαλύτερα να τα γαργαλέψει κάτω από τα βράγχια για να ξεκαρδιστούν στα γέλια πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή που ήταν τόσο σύντομη και όμορφη η ζωής τους.

Το τρίτο σκαρφαλώνει στα φτερά των πουλιών για να πετάξει ψηλά, όσο ψηλότερα γίνεται, να φτάσει στο αφτί των νεφών και να τους ιστορήσει παραμύθια του χώματος για να συγκινηθούν, να κλάψουν, να μην αφήσουν απότιστη τη γη και δεν ανθίσουν τα λουλούδια της.

Το τέταρτο πηδά από δέντρο σε δέντρο κι από κορφή σε κορυφή, προτιμά τα μεγάλα και ακίνητα σαν τα κυπαρίσσια, τις οξιές, τις ψιλόλιγνες λεύκες, και τινάζει τα ψηλά κλαδιά τους που δεν ξέρουν από ανθρώπινο άγγιγμα, τα ξεσκονίζει, τα γυαλίζει, τα φιλά, κι εκείνα αντανακλούν και πάλι σαν πριν αιώνες τα χρώματα των αστραπών και των ηλιαχτίδων.

Το πέμπτο τρέχει στα στενοσόκακα, τα καλντερίμια, τους χωματόδρομους και αναποδογυρίζει όποιες πέτρες βρει μπροστά του να ξεμουδιάσουν, να κυλίσουν, να προχωρήσουν λίγο παρακάτω, ή τις ανασηκώνει για να κρυφοκοιτάξουν μια στάλα απ’ τα παράθυρα τη ζωή των ανθρώπων την ώρα που τρώνε, κοιμούνται, αγκαλιάζονται. Θέλει όλες οι πέτρες να πάρουν μια γεύση υψηλότερη απ’ τις σόλες των παπουτσιών που τις τσαλαπατούν ή τις κλωτσούν.

Το έκτο τρυπώνει στα δωμάτια των παιδιών και τραβά τα σεντόνια και τις κουβέρτες τους, ρίχνει κάτω τα μαξιλάρια τους, γαργαλεύει τις πατούσες τους, τα λευκά και μαύρα λαιμουδάκια τους, τις τρομαγμένες σφιχτές τους χούφτες για να ξεδιπλωθούν τα μικρά τους σώματα και να ξεκλειδωθούν τα όνειρά τους, επιτέλους να πετάξουν όπου τραβά η ψυχή τους μες στη μαύρη νύχτα.

Και το έβδομο, αφού πρώτα προπονείται σκληρά, παίρνει φόρα κι εκτοξεύεται στ’ αστέρια. Εκεί στρώνει το χρυσό τραπέζι για τ' αδέρφια του που θα καταφτάσουν να γευματίσουν μόλις τελειώσουν τις δουλειές τους. Λίγο πριν φέξει τα εφτά μου δάχτυλα κάθονται γύρω απ' το τραπέζι τ' ουρανού. Το έβδομο διευθύνει σαν μαέστρος την κουζίνα με όλους τους σεφ και σερβιτόρους με τις χρυσές τους σκούφιες στην πιο γαστρονομική κουζίνα του σύμπαντος.

Μεγάλο πανηγύρι γίνεται εκεί πάνω κάθε βράδυ μετά από τόση δουλειά που πέφτει από τα εφτά μου δάχτυλα.
Με την πρώτη αχτίδα του ήλιου όλα θα επιστρέψουν με ταχύτητα φωτός πάλι στα χέρια μου να ενωθούν με τα άλλα τρία αδέρφια τους που δεν κουνήσαν ρούπι όλη νύχτα μιας κι αυτά είναι οι φύλακες και σαν καλοί φύλακες μένουν στο πόστο τους ακίνητα και ενωμένα με το βλέμμα τους, την προσοχή και την έννοια τους στα εφτά που λείπουν και στο υπόλοιπο σώμα που κοιμάται ανυποψίαστο για τους νυχτερινούς δραπέτες των μελών του.

Μόνο το πρωί σαν το σώμα ξυπνά κουνά ασυναίσθητα όλα τα δάχτυλα, κι άλλα τα βρίσκει λίγο πιασμένα σαν αγκυλωμένα από ακινησία, άλλα βρεγμένα, άλλα κρύα, άλλα κουρασμένα και δεν ξέρει τι να υποθέσει και τι να φανταστεί για λόγου τους. Κι ύστερα κάτι παράξενο στις φλέβες, κι ύστερα κάτι αλλόκοτο στα αγγεία, λίγο μετά σκέψεις αλλοπρόσαλες, κυματώδη αισθήματα, αναίτια γέλια, ακαθόριστη χαρά και λέξεις δίχως νόημα, εύηχες δίχως μουσική, τριανταφυλλένιες χωρίς αγκάθια, ροές και παιχνιδίσματα της ίριδας μιας στιγμής που γεννήθηκε στην καρδιά του έναστρου ουρναού και της μαύρης γης από τα δέκα δάχτυλα και συμπικνώνει στο παρόν το τέλος και την αρχή του κόσμου στον απαστράτποντα ιριδισμό της ένωσης των πάντων…






ΥΓ. Αφιερωμένο στη Μαρία Αγιασοφίτη, που έφτιαξε το παραπάνω βίντεο και πρωί πρωί μου το χάρισε.