Labels

Monday, June 6, 2011

"Tα Μάρμαρα του Παρθενώνα" διήγημα (γ΄ μέρος) της Βασιλικής Νευροκοπλή




Από τον τύραννο Λάχαρη που αφού απέσπασε βίαια τις νικηφόρες ασπίδες του Αλέξανδρου που μετά τη νίκη του στον Γρανικό είχαν αναρτηθεί στον Παρθενώνα, έκλεψε όλο το χρυσό και τα κοσμήματα που στόλιζαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Τον Δημήτριο τον Πολιορκητή που προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά στον οπισθόδομο του ναού και την ολέθρια οβίδα του Ενετού, Μουροζίνη, από την οποία κατέρρευσε το μεγαλύτρο τμήμα της ανατολικής πλευράς. Τραύματα που κατάφεραν άνθρωποι βάρβαροι και ανίδεοι πάνω στο σώμα του σαρκωμένου ονείρου του, που είχε ήδη γίνει σύμβολο ενός ολόκληρου λαού, μέχρι το τελειωτικό χτύπημα. Αυτό που δε θα ερχόταν από βαρβάρους και απολίτιστους, ούτε εν μέσω πολέμων που συχνά η θηριωδία τους τυφλώνει τους ανθρώπους οδηγώντας τους σε πράξεις αποτρόπαιες παρά τη θέλησή τους, αλλά αυτό που θα ερχόταν από έναν και μόνον άνθρωπο με τίτλο ευγενικό και καταγόμενο από χώρα που καυχόταν για τον πολιτισμό και την αγάπη της στην τέχνη. Αυτόν που στεκόταν τώρα στην αντίπερα όχθη, έχοντας λησμονήσει ολότελα ενόσω ζούσε πως και γι’ αυτόν μια μέρα θα έρθει ο θάνατος και τα κρίματά του θα φανερωθούν και θα πληρωθούν με το νόμισμα που τους αξίζει.
Η ύβρις του ξεκίνησε από τη στιγμή που θέλησε να κατακτήσει και να εξουσιάσει το ελληνικό Κάλλος. Το Κάλλος για το οποίο ο ίδιος ποτέ δεν κοπίασε. Εκμεταλλεύτηκε την πολιτική του θέση και την επιρροή της χώρας του, τη φιλοχρηματία των κατακτητών της Ελλάδας, και την ανάγκη φτωχών ανθρώπων για να υπηρετήσει την αλαζονεία του. Το καύχημα ενός λαού θέλησε να το κάνει καύχημα ιδιωτικό του για να διακοσμήσει το σπίτι του, κι ύστερα το ξεπούλησε στη χώρα του για να απαλλαγεί απ’ τα χρέη της έκλυτης ζωής του. Τόσο τον τύφλωσε το πάθος του που δεν δίστασε να γκρεμίσει τα μάρμαρα για να αποσπάσει τις ανάγλυφες μετόπες που κάποιες φορές αρνούμενες να πέσουν στα ιερόσυλα χέρια του γλιστρούσαν κι έπεφταν με πάταγο στην αττική γη προτιμώντας να γίνουν θρύψαλα. Σείονταν τότε οι ψυχές του Κάτω Κόσμου και οργίζονταν βλέποντας να πριονίζονται και να διαμέλίζονται τα σώματά τους κι ύστερα να φυλακίζονται σε ξύλινα κιβώτια και να φορτώνονται σε καράβια που τα έπαιρναν μακριά απ’ την πατρίδα τους. Μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία εγκλωβίστηκαν με δόλο Αμαζόνες και Γίγαντες που ακόμα κι οι θεοί φοβούνταν. Παρέμειναν για χρόνια σε καρβουναποθήκες και υπόγεια με αποτέλεσμα τα πάλευκα πεντελικά κορμιά τους να μαυρίσουν και να χάσουν για πάντα την λάμψη που για αιώνες είχαν. “Στο όνομα της Τέχνης”, διεκήρυττε ο ιερόσυλος, και κάποιοι, -αλλοίμονο-, τον πίστευαν. Της Τέχνης που το σώμα της κατασπάραξε, λεηλάτησε, βίασε βάναυσα.
Οι δεκαπέντε μετόπες, τα δεκαεφτά εναέτια αγάλματα, η Καρυάτιδα και η κολώνα του Ερέχθειου μαζί με τις πενήντα έξι πλάκες της ζωφόρου, είναι οι αριθμοί που αποδεικνύουν με τον πιο τραγικό τρόπο την πλήρη διχοτόμηση του μαρμάρινου ποιήματος των αιώνων, που αφού κατακρεουργήθηκαν τα μέλη του εξορίστηκαν ανάπηροι αιχμάλωτοι στην ξένη γη. Νεκροί αιχμάλωτοι, μιας και όλα τα μέλη πέθαναν από τη στιγμή που χωρίστηκαν από το φως για το οποίο πλάστηκαν. Το Αττικό φως που όμοιό του δεν απαντάται πουθενά στον κόσμο. Ποια είναι η αξία μιας Τέχνης νεκρής; Μιας Τέχνης κλεμμένης; Μιας λεηλατημένης Τέχνης;
Το σώμα του Φειδία παλλόταν. Τα αθάνατα χέρια του έτρεμαν. Ήταν φανερό πως δεν άντεχε να συνεχίσει άλλο να μιλά. Είναι μεγάλο βάρος για τις ψυχές η εξοστρακισμένη Ιστορία τους, το διαμελισμένο τους ήθος, το κατακρεουργημένο σώμα τους.
Τώρα, όλοι περίμεναν γεμάτοι αγωνία την απόφαση του Μέγα Κριτή μιας και όταν ζητήθηκε ο λόγος από τον λόρδο αυτός δεν απάντησε τίποτα παρά μόνον πεσμένος στα γόνατα χτυπούσε μανιασμένα το στήθος του.
- Δεν υπάρχει μετάνοια σ’ αυτόν τον κόσμο, λόρδε. Αυτή είναι προνόμιο των ζωντανών. Δεν ωφελούν τα δάκρυα εδώ. Μόνον ένας τρόπος υπάρχει να ησυχάσει η ψυχή σου και να περάσει αυτό το ποτάμι ώστε να ενωθεί με τον υπόλοιπο κόσμο κι ο τρόπος αυτός είναι στο χέρι των ανθρώπων της γενιάς σου. Όσο αυτοί θα μένουν απαθείς στα εγκλήματά σου η ψυχή σου θα παραδέρνει μόνη κι αβοήθητη στα σκοτάδια σαν τις ψυχές των μαρμάρινων γλυπτών που στοίχειωσες μέσα στα ξύλινα κιβώτια. Το αμάρτημα που διέπραξες είναι η ύβρις σου κατά της ίδιας της αιωνιότητας, γιατί τι άλλο είναι η Ιστορία που αποτυπώνεται στα έργα των ανθρώπων παρά η πορεία τους προς την αιωνιότητα; Αυτή την ύβρη δεν την αποτόλμησαν ποτέ ούτε θεοί ούτε άνθρωποι. Το πιο απογοητευτικό όμως για τον υπερφύαλο άνθρωπο που την αποτολμά είναι πως οι κόποι του θα πηγαίνουν πάντα ολότελα χαμένοι. Δεν γνώριζες πως ό, τι και να κάνεις η Ιστορία θα παραμένει αλώβητη; Πως η Ιστορία δεν πεθαίνει λόρδε; Πως η ακεραιότητά της ούτε γκρεμίζεται, ούτε διαμελίζεται; Δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται. Δεν εξορίζεται και δεν φθείρεται. Ακόμη και όλον τον Παρθενώνα να άρπαζες, ο Παρθενώνας θα έμενε στη θέση του, γιατί εκεί ανήκει, εκεί γεννήθηκε, και κουβαλά τη μνήμη ενός ολόκληρυ λαού που κανείς δεν μπορεί να κλέψει όσο και να το προσπαθήσει. Γιατί η αλήθεια είναι πως κάθε Ιστορία ανήκει στον λαό που τη γέννησε και την ανάθρεψε. Ο τόπος, ο λαός του και τα υλικά της Ιστορίας του, μπορεί να κακοποιηθούν, να σκλαβωθούν, να εξοριστούν, ακόμη και να πεθάνουν. Η Ιστορία όμως ποτέ. Είναι πέρα απ’ όλα αυτά και πολύ πιο πάνω. Γι’ αυτό κι εσείς ψυχές των Μαρμάρων, ησυχάστε. Μα οι ζωντανοί είναι ζωντανοί και οι νεκροί νεκροί. Το δίκαιο δίκαιο και το άδικο άδικο. Το αμάρτημα που διέπραξες, λόρδε, βαραίνει εσένα και όσους το ανέχονται ή το δικαιολογούν. Δεν μπορεί να καυχάται ο λαός σου για τα έργα άλλου λαού που βρέθηκαν με δόλιο τρόπο στα χέρια του. Αν εσύ διέπραξες μια φορά το μέγα αμάρτημα, ο λαός σου οφείλει να αποδώσει με τιμές τα υλικά της άυλης Ιστορίας εκεί όπου ανήκουν. Μόνον έτσι θα αποδοθεί δικαιοσύνη στον Πάνω Κόσμο και θα ειρηνεύσουν τελείως οι ψυχές του Κάτω Κόσμου κι η δική σου μαζί τους.
Μετά απ’ αυτά τα λόγια ο Μεγάς Κριτής σιώπησε θλιμμένος. Και τότε ένας κεραυνός διέσχισε τα καταχθόνια. Ευθύς έπεσαν όλοι τρομαγμένοι στα γόνατα νιώθωντας πως κάτι ξεχωριστό θα συμβεί. Ακούστηκε η βαριά σα σίδερο φωνή του Μάντη Τειρεσία που όλοι γνώριζαν καλά. Οι λέξεις του ήχησαν σα σήμαντρα σε καμπάνες.
Σημείωση:
Το διήγημα θα ολοκληρωθεί στο επόμενο τέταρτο και τελευταίο μέρος.

2 comments:

  1. Γειά σου και πάλι! Μέσα από αυτό το μπλόγκ γνώρισα και άλλα κι έτσι ξαφνικά το ίντερνετ απέκτησε νόημα.

    ReplyDelete

Σχόλια