Labels

Friday, May 20, 2011

Στιγμές του πρωινού μου




Ξυπνώ το πρωί. Ο ήλιος ασυγκράτητος πια με σκουντά να σηκωθώ. Δεν έχω δουλειά του λέω, άσε με λίγο ακόμα στο κρεββάτι. Όχι, η μέρα προχωρά, πιάσ' την, επιμένει. Εντάξει, καλά, μη φωνάζεις, σηκώνομαι. Ήλιος είναι αυτός, δεν μπορώ να του πάω κόντρα. Στο ήλιο και στα παιδιά δεν μπορώ τίποτα να αρνηθώ. Τους υποτάσσομαι ό,τι κι αν μου συμβαίνει, έχω δεν έχω διάθεση. Στο τραπέζι με περιμένει το κακάο μου. Τετάρτες και Παρασκευές κακάο, τις άλλες μέρες σοκολάτα. Χρόνια τώρα πριν φύγει η αγάπη μου για τη δουλειά το ετοιμάζει για μένα. Και το μέγα μυστήριο είναι πως ποτέ δεν έχει δοκιμάσει τη γεύση της, δεν έχει πιει ούτε μία φορά αυτό το ρόφημα, και όμως το φτιάχνει πάντα καλύτερο από μένα που το πίνω είκοσι χρόνια τώρα και αναγκάζομαι, -είναι δυσβάσταχτο, το ομολογώ-, να την φτιάχνω μόνη μου μόνο όταν η αγάπη μου λείπει ταξίδι.

Ανοίγω πρώτα το ψυγείο. Κάνω το σταυρό μου και πίνω τρεις γουλιές αγιασμό, όπως κάθε πρωί. Αυτή είναι η πρώτη προσευχή της μέρας. Κάθομαι στο ψηλό τραπέζι της κουζίνας και πάνω απ' το φλυτζάνι αφήνω το πρώτο χαμόγελο της μέρας. Είναι τόσο ωραίο να σε φροντίζουν. Αρχίζω νυσταγμένη ακόμα να πίνω κάνοντας κι ένα τσιγάρο. Κοιτάζω το μπαλκόνι μου. Δούλεψα αρκετά τις τελευταίες μέρες γι' αυτό. Φύτεψα στις ζαρντινιέρες λουλούδια, μαργαρίτες, γεράνια, θυμάρια, αρμπαρόριζα, μαϊντανούς , ρόκες και πολλά άλλα. Κλάδεψα τα δεντράκια μου, δάφνες, λεμονιές και κάτι αλανιάρικα αυτοφυή που δεν ξέρω από πού κρατά η σκούφια τους και γι' αυτό τ' αγαπώ ξεχωριστά, το αναρριχώμενο σπαράγγι μου που κόντεψε να μου πεθάνει το χειμώνα και σώθηκε όταν το πετσόκοψα και το σκέπασα με αντιπαγωτικό πανί και τώρα τραβά πάλι την ανηφόρα στο ντουβάρι. Τελειώνω το κακάο και βγαίνω στο μπαλκόνι να δω ένα ένα όλα μου τα μωρά. Αλλάζω λίγο θέση στις γλάστρες, βάζω τα ψηλότερα δέντρα σαν το πλατανάκι μου τέρμα αριστερά εκεί που χτυπά ο απογευματινός ήλιος και ξαφνικά ένα άρωμα μου τρυπά την καρδιά και αποκαλύπτεται αίφνης ένα μεγάλο άσπρο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο που πριν ήταν κρυμμένο. Αγάπη μου, του φωνάζω, πού ήσουν εσύ; Καλώς όρισες! Και το φιλώ στο στόμα. Σε κάθε άρωμα χαμογελώ κι έτσι ομορφαίνει λίγο λίγο η μέρα.
Ξανακοιτώ το ξύλινο τραπέζι και τις καρέκλες του μπαλκονιού. Ήταν όλα πολύ παλιά και φθαρμένα. Τις τελευταίες βδομάδες τα έτριψα με γυαλόχαρτο και τα έβαψα με λάδια κόκκινα και μπλε. Είναι χαρά Θεού τώρα, πώς να μην τα καμαρώσω; Μαζί με τις πάμπολλες ανθισμένες γλάστρες έχω στ' αλήθεια τον προσωπικό μου μικρό Παράδεισο...

Είναι εννιά παρά. Βάζω γρήγορα τις φόρμες και ξεκινώ για το γυμναστήριο. Είναι βέβαιο πως βαριέμαι και θα προτιμούσα να κατέβω στο γραφείο να ανοίξω τον υπολογιστή, αλλά δεν έχει σημασία. Μου κάνει τόσο καλό έκ των υστέρων που δεν ανοίγω συζήτηση με τον εαυτό μου και δεν του κάνω το χατίρι να τα παρατήσω. Βγαίνω απ' την οικοδομή. Το πρώτο που συναντώ στην απέναντι αυλή είναι ένα τεράστιο έλατο που λατρεύω. Θα χρειάζονταν δέκα άνθρωποι για να το αγκαλιάσουν. Είναι αγέρωχο σα γέροντας σοφός που δε φοβάται τίποτα. Πέρνω τον κεντρικό δρόμο, θέλω σχεδόν εφτά λεπτά για να φτάσω. Τώρα περπατώ στο δρόμο που από παιδί γνωρίζω καλά πηγαίνοντας σχολείο, κάτω από το άλσος. Σιγά σιγά ξυπνάει το σώμα. Κάνω την πρωινή μου προσευχή και στο τέλος λέω τα τροπάρια των αγίων με τη σειρά. Πρώτα των Ταξιαρχών, μετά του αγίου Νικολάου, του αγίου Δημητρίου και Πολιούχου μας, κι αν προλάβω λέω και τα δικά μας, αγίου Κυριακού, αγίας Καλλιόπης, αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδας και τελευταίο και καλύτερο που λενε και στα παραμύθια, του αγίου Βασιλείου, του δικού μου προστάτη αγίου. Ακούω τα πουλιά που κελαηδούν και σταματώ πού και πού στους μικρούς κήπους των ταπεινών μονοκατοικιών που γέμισαν λουλούδια. Οπωσδήποτε μπροστά στην αναρριχώμενη τριανταφυλλιά μιας τριόροφης οικοδομής που σχηματίζει έναν υποβλητικό κόκκινο καταρράκτη.

Έχει ήδη γεμίσει το γυμναστήριο νεαρές δεσποινίδες, αλλά και μεσήλικες που πείμεναν να βγουν στη σύνταξη για να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους ή να πεθάνει ο άντρας τους και να παντρευτούν τα παιδιά τους. Περισσότερο απ' όλες συμπαθώ την κυρία Καίτη. Είναι κοντούλα, λέει πάντα καλημέρα, έχει κάτασσπρα μαλλιά κουρεμένα καρέ, λευκό δέρμα και φυσικά κατακόκκινα χείλια, φορά μια γκρι φόρμα κι ένα φανελάκι τυπικό εσώρουχο. Είναι πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο της μεγάλης αίθουσας με το ξανθό ξύλινο πάτωμα, χειμώνα καλοκαίρι γιατί μετά την κλιμακτήριο ζεσταίνεται υπερβολικά. Εγώ αποφεύγω τα παράθυρα σαν το διάολο το λιβάνι γιατί έχω μεγάλη ευαισθησία σε αφτιά και αυχένα και παθαίνω ψύξεις με το παραμικρό αεράκι. Ήταν παιδικό απωθημένο μου η γυμναστική, μου λέει, τώρα που βγήκα στη σύνταξη μπορώ επιτέλους να την κάνω.

Μπαίνει η νεαρή δίμετρη γυμνάστρια που όσο μπόι έχει άλλο τόσο και μεγάλη καρδιά. Δεν τη λες όμορφη, αλλά λάμπει, κι αυτό την κάνει ελκυστική. Θέλεις να είσαι κοντά της όπως και σ' ένα μικρό γλυκό παιδί. Είναι αλήθεια πως οι γυμναστές συνήθως είναι πολύ ισορροπημένοι άνθρωποι. Ίσως γιατί διώχνουν τις τοξίνες απ' το σώμα τους, ίσως επειδή έχουν μάθει να μη λυπούνται τον εαυτό τους. Αναπνοές, διατάσεις και μετά αρχίζουν οι κοιλιακοί και τα βάρη, τα δαχτυλίδια, τα λάστιχα, όλα με τη σειρά. Ο ιδρώτας αρχίζει και τρέχει. Η μουσκή που βάζει η δίμετρη είναι ωραία, από ορχηστρικά κομμάτια κλασσικά μέχρι Ρεμπούτσικα και Χατζιδάκι. Βοηθάει πολύ η καλή μουσική. Σε κάνει να ξεχνάς τα τραβήγματα των μυών, σε βοηθά να βγαίνεις από τον εαυτό σου και την ευκολία ή τη δυσκολία του. Κι ύστερα πετσέτα γύρω απ' το λαιμό, μπουφάν και πίσω στο σπίτι. Το πρωινό ντουζάκι είναι η πιο ευχάριστη ώρα. Λύτρωση, ανακούφιση και είμαι πια έτοιμη να κάνω όλες τις δουλειές. Του σπιτιού και τις δικές μου, τις γραφικές και τα επαγγελματικά τηλεφωνήματα που αν δεν πάω γυμναστήρια δεν θα τα κάνω γιατί τα βαριέμαι αφόρητα.

Κι έτσι ξεκινά σχεδόν κάθε μου μέρα. Κάθε μέρα ίδια κι αλλιώτικη. Πάντοτε αγιασμός και κακάο ή σοκολάτα αναλόγως τη μέρα. Άλλοτε απ' τα αγαπημένα χέρια του συντρόφου μου κι άλλοτε απ' τα δικά μου. Πάντα μια καλημέρα στο μπαλκόνι, άλλοτε μ' ένα τριαντάφυλλο που ξυπνά και μου χαρίζεται ή με μια αρμπαρόριζα που πρέπει να χαϊδέψω για να μου χαριστεί. Σχεδόν κάθε μέρα γυμναστήριο με άλλες μουσικές και συχνά άλλες ή και ίδιες ασκήσεις. Και μια κυρία Καίτη πάντα εκεί. Κάτω απ' το ανοιχτό παράθυρο. Πάντα ένα ντουζ που με κάνει καινούρια και έτοιμη να πάρω απ' την αρχή με δύναμη την υπόλοιπη ζωή...


7 comments:

  1. Αχ τι ωραία! Εδώ μακριά που είμαι τώρα, έκανα με το νου μου μια βραδινή βόλτα στην Άνω Πόλη. Υπέροχα!

    ReplyDelete
  2. Ωραία!!!! Μπράβο σου!!! Σήμερα κυκλοφόρησε και μια μεγάλη συνέντευξη που έδωσα στους Ερευνητές της Καθημερινής, την είδα και χάρηκα γιατί την έστησαν πολύ όμορφα....

    ReplyDelete
  3. Βασιλική, χρόνια πολλά για τον αδελφό σου και για όλους/ες τους εορτάζοντες και -ουσες.

    ReplyDelete
  4. Θέλω να μοιραστώ την χαρά μου μαζί σας. βαπτίσαμε τον μικρό μας χθες.

    ReplyDelete
  5. Ευχαριστώ Αντώνη μου, αν και καθυστερημένα γιατί έλειπα... Να χαίρεστε τον πατέρα!

    ReplyDelete
  6. Να σας ζήσει ο μικρός, να τον χαίρεστε και να τον καμαρώνετε! Κάθε καλό σε όλους σας!

    ReplyDelete
  7. Είναι προσωπική η ερώτηση. Μου ήρθε στο μυαλό καθώς διάβαζα το κείμενο και θαύμασα που έχεις τη δυνατότητα να ξυπνάς το πρωί να θαυμάζεις το μπαλκονάκι και μετά να πηγαίνεις στη γυμναστική. και στη συνέχεια να ασχοληθείς με το γράψιμο, το σπίτι και την οικογένεια.
    Δεν είχες ποτέ την επιθυμία ή εγνοια να διοριστείς για να έχεις σταθερή δουλειά; θαυμάζω που έκανες τα όνειρα σου πραγματικότητα και η συγγραφή είναι για σένα το κύριο έργο. Πώς έφτασες μέχρι εκεί; Θα ήθελα να μας γράψεις για αυτό το ταξίδι.
    Διαβάζω το blogg κάθε βράδυ και σκέφτομαι πως κάπου στα όμορφα και στενά δρομάκια της Άνω Πόλης υπάρχουν δύο άνθρωποι που ζουν αγαπημένοι και που στο επαγγελματικό κομμάτι ακολούθησαν την καρδιά τους. Και χωρίς να το γυρέψουν ήρθε η καταξίωση.

    ReplyDelete

Σχόλια