Labels

Sunday, January 31, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 3η)


Παραδίδομαι στο παιχνίδι. Και εννοώ πως ανεξάρτητα με το τι κείμενο ξεκινώ να γράφω, όταν πρόκειται να ανεβάσω μία φωτογραφία, ανοίγω το αρχείο και ξαφνικά επιλέγω μίά στα καλά καθούμενα. Το αν μέλλεται να αποκτήσει κάποια σχέση με αυτό που θα ακολουθήσει, είναι πολύ αμφίβολο και πάντως δεν το γνωρίζω εκ των προτέρων. Έχω όμως μία βαθιά πεποίθηση μέσα μου πως όλα στη ζωή μας συνδέονται με φανερούς ή μυστικούς δεσμούς. Είμαι ενάντια στον κατακερματισμό και την τακτοποίηση  των στιγμών της ζωής μας σε κουτάκια σύμφωνα με κάποιες αρχές ομοιομορφίας, συγγένειας και πάει λέγοντας. Παιχνίδι λοιπόν, και όπου βγει. Γιατί και το παιχνίδι θέλει εξάσκηση.

Εχθές το πρωί ήμασταν καλεσμένοι για πρωϊνό σ' ένα πολύ αγαπητό και φιλικό σπίτι όπου ο Κ. είχε να κάνει μια συνεργασία. Θα ήθελα πολύ να δω τους φίλους μας, αλλά κάτι μέσα μου μ' έτρωγε. Ήταν η 2η άσκηση εδάφους. Υπάρχει μια στιγμή που το ποτάμι δεν μπορείς να συγκρατήσεις κι αν δεν το ακούσεις να το διοχετεύσεις στην κοίτη του, την ώρα που έχουν φουσκώσει τα νερά, αρχίζει και σε πνίγει. Έτσι αποφάσισα να μην παώ ή το αποφάσισε το ποτάμι. Ο Κ. επέστρεψε με τα χαιρετίσματα των φίλων και ένα γενναιόδωρο τάπερ με σπανάκι σουφλέ. Υπήρχε φαγητό μαγειρεμένο από την προηγούμενη, άρα μπορούσαμε να εκδράμουμε χωρίς να μείνουν τα παιδιά νηστικά. Οι ρίνες ήταν τηγανισμένες. Πήρα τον υπόλοιπο κιμά που είχε περισσέψει από την προηγούμενη, το σπανάκι σουφλέ, ένα πακέτο μακαρόνια και πήγαμε στους στενούς μας φίλους που μένουν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μας περίμενε μια σόμπα γεμάτη πυρωμένα ξύλα. Έβρασαν τα μακαρόνια, τα ανακατέψαμε με τον κιμά, ζέστανα και το σουφλέ πάνω στη σόμπα και καθίσαμε να φάμε.

"Τι κάνει ο τάδε;", με ρωτά ο Α. για έναν άρρωστο. "Είναι πάρα πολύ δύσκολη η κατάσταση", απαντώ. "Σ' αυτές τις περιπτώσεις", λέει η Ό. που μιλά ελάχιστα, αλλά ό,τι λέει είναι πάντα στον τόπο του, "κλείνεις τα μάτια και προχωράς". Δεν είχα σκεφτεί πως υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες περπατάς σαν τυφλός κι αυτό κάπου σε βγάζει, σε κάποιο ξέφωτο, και πως είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσεις την πορεία σου.

Η συζήτηση με τους φίλους πηγαίνει στην κτηνοβασία. Ο Α. διηγείται πως ήξερε μία περίπτωση ανθρώπου, -που πριν από τον πόλεμο που η νομοθεσία ήταν πολύ αυστηρή και η ζωή ιδιαίτερα σκληρή-, θανατώθηκε, διότι ο νόμος προέβλεπε θανατική ποινή για τους κτηνοβάτες. Αντιδρώ, επαναστατώ και ισχυρίζομαι με νεύρο -εξ' ου και το πρώτο συνθετικό τυ επιθέτου μου- πως ποτέ δεν κατάλαβα ποιον ενοχλεί η κτηνοβασία. Το ζώο δεν παθαίνει τίποτα, ο καημένος ο άνθρωπος είναι συνήθως ένας ταλαίπωρος που δεν έχει άλλη διέξοδο ή εν πάσει περιπτώσει έχει ένα βίτσιο που μάλλον στο ζώο δεν δημιουργεί και ψυχολογικά προβλήματα, γιατί λοιπόν τέτοιος κατατρεγμός και τόση βδελυγμία; Δεν ετίθετο ζήτημα αποδοχής για την θανατική ποινή.
Ξαναπαίρνει τον λόγο η Ό. και λέει: "έλα μου ντε, μια μαλακία είναι".

Το μεσημέρι προχωρά, ο ήλιος μαλακώνει, ένας  θάμνος γυμνός από φύλλα, που βλέπω από το παράθυρο, είναι γεμάτος λουλούδια σε χρώμα κοραλλί. Επιστρέφουμε σπίτι μετά από μία ανάγνωση ενός αποσπάσματος που κάνει για χάρη μας ο Α. από ένα βιβλίο του Σβάιγκερ, του ιδρυτή του Ερυθρού Σταυρού. Ένα σημείο του, λέει, πως θα αρκούσε ένα τρίλεπτο κάθε βράδυ να αναλογιζόταν ο άνθρωπος τα έσχατα, για να μπορεί να αξιολογεί και να διαχωρίζει τα ουσιαστικά από τα επουσιώδη της ζωής και να χαράζει αλλιώς την πορεία του. "Άκου, τώρα, τι ωραία ησυχία έχει", συμπληρώνει καταλυτικά για άλλη μια φορά η Ό.


Ξημερώνει Κυριακή του ασώτου. Ξυπνάμε στις εφτά, προκειμένου να ταξιδέψουμε στη Βεγόρα για το μνημόσυνο του θείου Γιάννη. Πριν μπω για ντουζ ρίχνω ένα βλέμμα στα κλεφτά απ' το πεντάφυλλο παράθυρο του σαλονιού. Το φως είναι μπλε ηλεκτρικό. Βγαίνω από το μπάνιο και ξανακοιτώ. Έγινε γαλάζιο, και μέχρι να τελειώσω τη σοκολάτα μου, έχει αρχίσει να μοβίζει. Μπαίνοντας στο αμάξι για να ξεκινήσουμε λίγο λίγο γκριζάρει κι ύστερα ασπρίζει το φως. Ανοίγουμε το ραδιόφωνο να ακούσουμε τη λειτουργία. "...ήμαρτον ενώπιον των οφθαλμών Σου Αγαθέ, εσκόρπισα τον πλούτον των χαρισμάτων Σου, αλλά δέξαι με μετανοούντα Σωτήρ μου και σώσον με", λέει ο αίνος.

Στο δρόμο ομίχλη. "Η ομίχλη είναι η ορατή απόδειξη ένωσης ουρανού και γης" σκέφτομαι. Φτάνουμε στο Μαυροβούνιο. Σηκώνεται η ομίχλη. Χωρίζεται αργά αργά ο ουρανός από τη γη ή το αντίστροφο. "Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθη από Σου, μη εγκαταλείπεις με", λέει ο ψαλμός. Αρχίζει ένα λεπτό ψιλόβροχο. Ποιος κλαίει; Ο ουρανός ή η γη;

Ανηφορίζουμε προς το χωριό του Άγρα. Λίγο παρακάτω ένας βάλτος ασημένιος και γύρω γύρω καλαμιές. Ο νους πηγαίενι στο βιβλίο της Δέλτα "Τα μυστικά του βάλτου". Τα γήινα χρώματα της φθινοπωρινής φύσης, κόκκινα, πορτοκαλιά, καφέ, μπαίνουν σε κάδρο ψυχρό καθώς στο βάθος υψώνεται χιονισμένο το Καϊμακτσαλάν. Πλησιάζοντας στη Βεγόρα, στο βάθος προβάλλει η λίμνη Βεγορίτιδα και αριστερά η οροσειρά του Βερμίου, χιονισμένη, απόμακρη, αστραφτερή. Η ομορφιά μας έχει κατακλύσει. Στον ναό του χωριού, αφιερωμένον στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ακούω το ευαγγέλιο του ασώτου. Πρώτη φορά ακούω τόσο παράφωνη εκφώνιση του ευαγγελίου, σε σημείο να με πιάνουν τα γέλια. 

Ξανακοιτώ τη φωτογραφία που ανέβασα. Η σκιά μου επέστρεψε στα καθαρά νερά, άσωτη σύντροφος της ζωής μου. Μένει να επιστρέψω κι εγώ.





2 comments:

  1. καλησπέρα Βασιλική, ωραία η φωτό, στην βοτσαλωτή παραλία...
    Καλό μήνα να έχεις...

    ReplyDelete
  2. Καλό μήνα γλυκιά μου! Είμαι πολύ πισεσμένη από χρόνο και δεν προλαβαίνω να περάσω από το σπιτάκι σου... Σε φιλώ πολύ και σ' ευχαριστώ!

    ReplyDelete

Σχόλια